Προσφυγή για το θέμα των αρχαιοτήτων στο σταθμό Βενιζέλου του Μετρό

ΦΩΤΟ: ΑΡΧΕΙΟΥ

ΦΩΤΟ: ΑΡΧΕΙΟΥ

Προσφυγή με την οποία ζητούν να ακυρωθεί η απόφαση Μπαλτά για τη διαχείριση των αρχαιοτήτων στον σταθμό Βενιζέλου κατέθεσαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας έξι φορείς της Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας/Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας (ΤΕΕ/ΤΚΜ), τα επιμελητήρια Εμποροβιομηχανικό, Βιοτεχνικό και Γεωτεχνικό Κεντρικής Μακεδονίας, ο Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης και ο Εμπορικός Σύλλογος (ΕΣΘ).

Την προσφυγή υπογράφουν ακόμη, με την ιδιότητα του πολίτη, οι πρόεδροι του ΤΕΕ/ΤΚΜ, Πάρις Μπίλλιας και του ΕΣΘ, Παντελής Φιλιππίδης.

Στην προσφυγή τους, οι οκτώ ζητούν να ακυρωθεί η υπουργική απόφαση του υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, Αριστείδη Μπαλτά, βάσει της οποίας εγκρίνεται η πρόταση του δήμου Θεσσαλονίκης για την κατά χώρα διατήρηση των αρχαιοτήτων στον σταθμό Βενιζέλου του Μετρό. Οι φορείς υποστηρίζουν ότι η απόφαση Μπαλτά είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, ενώ προσθέτουν ότι η εκ των υστέρων κατάργηση του συγκεκριμένου σταθμού συνεπάγεται τη σημαντική μείωση της χρησιμότητας συνολικά του έργου, αλλά και εκτροχιασμό του χρονοδιαγράμματος (τουλάχιστον τρία χρόνια πρόσθετων εργασιών) και του προϋπολογισμού του (θα απαιτηθούν τεράστια χρηματικά ποσά).

Πέντε λόγοι που κατά τους φορείς καθιστούν απαγορευτική την κατάργηση του σταθμού

Αναλυτικότερα, οι φορείς αναφέρουν ότι όλες οι μελέτες που έχουν εκπονηθεί μέχρι σήμερα καταλήγουν ότι η κατάργηση του σταθμού Βενιζέλου είναι απαγορευτική για το σύνολο του έργου για τουλάχιστον πέντε λόγους:

1) Οι δύο γειτονικοί σταθμοί (Δημοκρατίας και Αγίας Σοφίας) θα απέχουν μεταξύ τους γύρω στα 1200 μέτρα (η συνήθης πρακτική διεθνώς για τα κέντρα πόλεων είναι η απόσταση 600-1000 μέτρων). Οι μελέτες καταλήγουν ότι μια τόσο μεγάλη απόσταση απαιτεί υποχρεωτικά κάποιο ενδιάμεσο φρέαρ αερισμού με σχετικές ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις και εξόδους επιβατών για έκτακτες καταστάσεις, βάσει των διεθνών προδιαγραφών ασφαλείας. Αυτό σημαίνει, εκτός των άλλων, νέες ανασκαφές στην καρδιά του ιστορικού κέντρου της πόλης, άρα νέες καταστροφές αρχαίων.

2) Με την κατάργηση του σταθμού τα 46 ηλεκτρομηχανολογικά και σιδηροδρομικά συστήματα του έργου θα πρέπει να επανασχεδιασθούν ή τροποποιηθούν. Κατάργηση εκ των υστέρων του σταθμού Βενιζέλου θα φέρει τις χρονικές και οικονομικές επιβαρύνσεις που προαναφέρθηκαν.

3) Με την κατάργηση του σταθμού θα απαιτηθεί η επαναχωροθέτηση των αυτοματοποιημένων λειτουργικών συστημάτων στους παρακείμενους σταθμούς Δημοκρατίας και Αγ. Σοφίας, οι οποίοι θα πρέπει να επανασχεδιασθούν ριζικά.

4) Στο ενδεχόμενο κατάργησης του σταθμού Βενιζέλου η προβλεπόμενη επιβατική του κίνηση θα μεταφερθεί στους σταθμούς Δημοκρατίας και Αγ. Σοφίας. Η πρωινή π.χ. κίνηση του σταθμού, σε ώρες αιχμής, έχει υπολογισθεί γύρω στους 9000 επιβάτες, χωρίς μάλιστα να λαμβάνεται υπόψη η μελλοντική επέκταση του Μετρό προς Καλαμαριά και Σταυρούπολη. Επομένως οι δύο γειτονικοί σταθμοί θα επιβαρυνθούν σε ώρες αιχμής κατά 4500 επιβάτες έκαστος, ενώ ουδείς εκ των δύο έχει προδιαγραφές για να δεχτεί τέτοια αύξηση.

5) Η κατάργηση του σταθμού Βενιζέλου, που βρίσκεται στην καρδιά του εμπορικού κέντρου της πόλης, θα μειώσει σημαντικά τη χρησιμότητα του Μετρό. Με την κατάργηση του σταθμού Βενιζέλου δεν θα εξυπηρετείται πλέον μεγάλο τμήμα του κέντρου της πόλης, όπου εκτός του εμπορικού κέντρου, υπάρχουν πολυάριθμα υποκαταστήματα τραπεζών, σημαντικά μνημεία και το υπουργείο.

Το ιστορικό των αποφάσεων

Οι φορείς υποστηρίζουν ότι είχαν προηγηθεί δύο πλήρως αιτιολογημένες υπουργικές αποφάσεις για την προσωρινή απόσπαση και επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων.

Η πρώτη, του τότε αναπληρωτή υπουργού Πολιτισμού (Ιανουάριος 2013), ενέκρινε την απόσπαση των αρχαιολογικών καταλοίπων […] σύμφωνα με τη γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) και υπό τον όρο της δέσμευσης καταλλήλου χώρου για τη μεταφορά των αρχαιοτήτων.

Η δεύτερη (24/2/2014), του τότε υπουργού Πολιτισμού, ενέκρινε -επίσης κατόπιν γνωμοδότησης του ΚΑΣ- την προστασία και ανάδειξη των αρχαιοτήτων, που αποκαλύφθηκαν στο σταθμό «Βενιζέλου», με την απόσπαση και επανατοποθέτηση τους εντός του σταθμού Βενιζέλου, μετά την κατασκευή του. Στη συνέχεια, όμως, καταγγέλλουν οι φορείς, όλως αιφνιδίως συζητήθηκε στο ΚΑΣ πρόταση του δήμου Θεσσαλονίκης, η οποία αγνοείτο από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, χωρίς μάλιστα να υπάρχει απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου.

Η πρόταση αυτή συζητήθηκε, υποστηρίζουν, χωρίς να κληθούν για συζήτηση ούτε οι φορείς, που είχαν συμμετέχει στις συνεδριάσεις του ΚΑΣ στη διάρκεια των οποίων προέκυψαν οι γνωμοδοτήσεις για τις προηγούμενες υπουργικές αποφάσεις.

Κατόπιν τούτων, εκδόθηκε τον περασμένο Οκτώβριο η απόφαση Μπαλτά για την κατά χώρα διατήρηση των αρχαιοτήτων, οι οποίες αποκαλύφθηκαν στην περιοχή του σταθμού. Δεν εγκρίθηκε ωστόσο η πρόταση του δήμου Θεσσαλονίκης όσον αφορά στην ανάδειξη των εν λόγω αρχαιοτήτων, διότι δεν υπήρχε εμπεριστατωμένη μελέτη. Δεδομένου ότι η παρέλευση ικανού χρόνου από την ανασκαφή εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την ακεραιότητα των μνημείων, ζητήθηκε να συνταχθεί από τον δήμο πλήρης αρχιτεκτονική μελέτη σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου και την «Αττικό Μετρό» σε συνδυασμό με τα παρακείμενα μνημεία ανεξάρτητα από την κατασκευή ή όχι του σταθμού.

Πλήρης ανατροπή

Κατά τους φορείς, με την απόφαση του Οκτωβρίου, το υπουργείο προχωρά αιφνιδιαστικά και με την αποδοχή μιας πρότασης του δήμου Θεσσαλονίκης, στην ανάκληση των προηγούμενων αποφάσεων. Υιοθετεί δε, την ακριβώς αντίθετη απόφαση σχετικά με το κρινόμενο ζήτημα από την αρχή του ζητήματος του Μετρό έως σήμερα.

Με την απόφαση αυτή, ισχυρίζονται, που ελήφθη με αυθαίρετο τρόπο, ανατρέπεται όλη η πορεία του έργου έως σήμερα καθιστώντας αβέβαιο πλέον το μέλλον του και το μέλλον των αρχαιοτήτων. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι σαφές ότι έπρεπε να είναι ειδικώς αιτιολογημένη και εξαιτίας της φύσης του θέματος που ρυθμίζει και ως ανακλητική. Όμως, σύμφωνα με τους φορείς, για την εν λόγω απόφαση η αιτιολογία όχι μόνο δεν είναι ειδική αλλά είναι ανύπαρκτη. Οπως λένε, καμία μελέτη δεν έχει εκπονηθεί, καμία πρόταση δεν έχει προετοιμαστεί και καμία εισήγηση από τους εμπλεκόμενους φορείς δεν έχει υποβληθεί. Οι φορείς υποστηρίζουν ακόμη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει κατ’ ουσίαν τις προβλέψεις των διεθνών συμβάσεων και της ελληνικής έννομης τάξης.