Έρευνα: Αγόρασαν ακίνητα έως 100.000 ευρώ το 2014

Ενδιαφέρον των Ελλήνων για αγορά αστικών ακινήτων, μικρής σχετικά αξίας (έως 100.000 ευρώ), αποτυπώνει έρευνα της ΕΠΠΑ (Ενωση Μεσιτών Πιστοποιημένων Πραγματογνωμόνων Ακινήτων Ελλάδας) για το 2014, με τους ξένους επενδυτές να εστιάζουν κυρίως το ενδιαφέρον τους στην εξοχική κατοικία.

 

Σύμφωνα με την έρευνα, 7 στους 10 (72,7%) αγοραστές είναι Ελληνες, με το υπόλοιπο ποσοστό να αναλογίζεται σχεδόν ισομερώς σε πολίτες της ΕΕ (13,3%) και τρίτων χωρών (14%), με κύριους πόλους προέλευσης τις Γερμανία, Ιταλία και Γαλλία από την πλευρά των Ευρωπαίων αγοραστών, ενώ από τις τρίτες χώρες ξεχωρίζουν οι Ρώσοι, οι Κινέζοι και κάποιοι Αραβες.

 

Για τη φετινή χρονιά δεν αναμένεται ανάλογο ενδιαφέρον από τους Ρώσους, καθώς το ρούβλι έχει υποτιμηθεί σε μεγάλο βαθμό, ανεβάζοντας τις αξίες των ελληνικών ακινήτων για τη συγκεκριμένη μερίδα αγοραστών. Από την άλλη πλευρά, η ισοτιμία του δολαρίου έχει κινηθεί σημαντικά προς όφελος των Αμερικανών, γεγονός που δημιουργεί την ελπίδα στην κτηματαγορά πως, από τη στιγμή που σταθεροποιηθεί η φορολογική και επενδυτική πολιτική, η τουριστική ανάδειξη της χώρας μπορεί να συμπαρασύρει και το αγοραστικό ενδιαφέρον από τις ΗΠΑ, τουλάχιστον σε επίπεδο ομογενών σε πρώτη φάση.

 

Αναφορικά με τα στατιστικά των αγοραστών, 6 στους 10 Ελληνες αγόρασαν ακίνητο αξίας έως 100.000 ευρώ, ενώ ποσοστό 25% προχώρησε σε αγορές ακινήτων ύψους 100.000-250.000 ευρώ. Τέλος, ένα μικρό ποσοστό της τάξης του 5% πραγματοποίησε πράξεις 250.000-500.000 ευρώ. Οι ξένοι αγοραστές από την πλευρά τους προτιμούν τις εξοχικές κατοικίες, ενώ το ποσοστό εκείνων που αγοράζουν ακίνητα αξίας άνω των 500.000 ευρώ είναι σαφώς μεγαλύτερο σε σχέση με αυτό των Ελλήνων.

 

Αξιοσημείωτο είναι ακόμη το γεγονός ότι το 86% των συναλλαγών πραγματοποιήθηκε με μετρητά, τη στιγμή που μόλις 1 στους 10 αγοραστές (ποσοστό 10,2%) πήρε δάνειο. Πρόκειται για μια λογική εξέλιξη, δεδομένων των προβλημάτων ρευστότητας που εξακολουθεί να παρουσιάζει ο εγχώριος χρηματοπιστωτικός κλάδος εν μέσω υφεσιακής κατάστασης στην Ελλάδα.

 

Σχεδόν οι μισές συναλλαγές των αγοραστών (51,5%) κατευθύνθηκαν στην κατοχύρωση της στέγης για την οικογένειά τους, ενώ η δεύτερη κατοικία (σε αναζήτηση τρόπων ανάληψης φορολογικών υποχρεώσεων) και το εξοχικό αποτέλεσαν ένα ποσοστό που δεν ξεπέρασε συνολικά το 18%.

 

Από την άλλη πλευρά, η έλλειψη ρευστότητας και η πολιτικοοικονομική αβεβαιότητα δεν στάθηκαν ικανοί λόγοι να στρέψουν πολύ κόσμο σε αγορές για διασφάλιση των χρημάτων τους και προς τα λεγόμενα «επενδυτικά» ακίνητα. Ετσι, λοιπόν, μόλις 1 στους 25 (4,1%) προέταξε ως κίνητρο αγοράς την «κατάθεση» σε «τράπεζα γης», τη στιγμή που σχεδόν 1 στους 6 (15,3%) αναζήτησε οικιστικό ακίνητο απόδοσης. Τέλος, ένα 11,5% των αγοραπωλησιών πραγματοποιήθηκε προκειμένου να εξασφαλίσει η ελληνική οικογένεια στέγη για κάποιο παιδί της.

 

Πρώτη κατοικία

Για την αγορά πρώτης κατοικίας δαπανήθηκε κατά μέσο όρο ένα ποσό της τάξης των 165.000 ευρώ, ενώ στα 103.500 ευρώ ανήλθε ο μέσος όρος κεφαλαίων που τοποθέτησαν οι αγοραστές για την αγορά ακινήτων ως μορφή «κατάθεσης».

 

Για τα… παιδιά ξοδεύτηκε κατά μέσο όρο ένα ποσό της τάξης των 89.000 ευρώ, χωρίς να λείπουν όμως και οικογένειες που επένδυσαν ακόμη και 300.000 ευρώ για την «εξασφάλιση» των απογόνων τους.

 

Η μέση τιμή για τα εξοχικά και τη δεύτερη κατοικία κινήθηκε γύρω στα 77.500 ευρώ, ωστόσο κάποιοι αγοραστές δεν αρνήθηκαν να προσφέρουν ακόμα και 850.000 για εξοχικό ή 2η κατοικία, αποδεικνύοντας ότι η Ελλάδα παραμένει στον χάρτη των ακριβών ακινήτων σε μέρη που οι ξένοι θέλουν να ζήσουν τον δικό τους «μύθο». Τέλος, η μέση τιμή των ακινήτων που αποκτήθηκαν για εκμετάλλευση διαμορφώθηκε στα επίπεδα των 50.900 ευρώ.

Χαμηλές τιμές και για την επόμενη τριετία

 

Αναφορικά με τη φετινή χρονιά, η ελληνική κτηματαγορά προσδοκά μια σταδιακή απεμπλοκή από το υφιστάμενο τέλμα, με την «αποποινικοποίηση» της ιδιωτικής ακίνητης περιουσίας, ουσιαστικές φορολογικές ελαφρύνσεις και επενδυτικά κίνητρα. Βασικά αιτήματα των παραγόντων της αγοράς αποτελούν:

 

• Η σύνδεση των φορολογικών βαρών με το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των φορολογουμένων.

 

• Η πλατιά και καθολική φορολογική βάση, χωρίς εξαιρέσεις από τη φορολογία των ακινήτων που ανήκουν σε ισχυρές κοινωνικές ή επαγγελματικές ομάδες ή φορείς.

 

• Μείωση των αντικειμενικών τιμών ζώνης κατά τουλάχιστον 30% και μείωση των συντελεστών «εμπορικότητας» των ακινήτων στο μισό, στο τμήμα τους πάνω από τη μονάδα.

 

• Η ενοποίηση των επιβαλλόμενων φόρων σε έναν ενιαίο χαμηλό φορολογικό συντελεστή 1 ο/οο, που όλοι πράγματι θα πληρώνουν.

• Η αυτοτελής φορολόγηση κάθε ακινήτου, όπως ισχύει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.

 

Αναφορικά με τις τιμές, η συνεχιζόμενη υπερπροσφορά ακινήτων σε αναζήτηση ρευστότητας αναμένεται να διατηρήσει τις τιμές σε χαμηλά επίπεδα για την ερχόμενη τριετία, καθώς ο όγκος των 250.000 και πλέον αδιάθετων ακινήτων με βάση στοιχεία της αγοράς δεν βρίσκει ουσιαστικό αγοραστικό ενδιαφέρον.

 

Εκτίμηση της ΕΠΠΑ είναι ότι οι τιμές θα παραμείνουν στα ίδια χαμηλά επίπεδα για την επόμενη τριετία, με πιθανή μια περαιτέρω διόρθωση της τάξης του 5% από τις προηγούμενες πραγματοποιηθείσες τιμές. Είναι γεγονός ότι οι ζητούμενες τιμές παραμένουν τελείως ενδεικτικές (εικονικές σε πολλές περιπτώσεις), καθιστώντας την ονομαστική πτώση τιμών μεγάλη, πλην όμως η σωστή διαχείριση της πληροφορίας από επαγγελματίες στελέχη της κτηματαγοράς επιτρέπει στους εμπλεκόμενους να γνωρίζουν τόσο την τρέχουσα αξία όσο και τα τελικά περιθώρια διαπραγμάτευσης.

 

Πηγή: Έθνος