Ετσι δίνονται οι μίζες στα τελωνεία -Απίστευτες ιστορίες χρηματισμού: «Πάρτα, μην είσαι χαζή, όλοι τα παίρνουν»

Το φαινόμενο του χρηματισμού των τελωνειακών υπαλλήλων βρίσκεται στη σκοτεινή πλευρά της δημόσιας διοίκησης και παρά την κρίση τον μόνο που έχει αλλάξει είναι η τιμή.

 

Οι μαρτυρίες που εξασφάλισε και παρουσίασε την Κυριακή η «Καθημερινή» προκαλούν σοκ. Για πρώτη φορά, τελωνειακοί υπάλληλοι και εκτελωνιστές μιλούν ανοιχτά για όσα απίστευτα συμβαίνουν πίσω από τις κλειστές πόρτες μιας από τις πιο κρίσιμες υπηρεσίες της χώρας, τις κρατικές πύλες εισόδου και εξόδου εμπορευμάτων και αγαθών.

 

«Μην είσαι χαζή, πάρτα, όλοι τα παίρνουν» ήταν η φράση που άκουσε τις περισσότερες φορές στη ζωή της, από τότε που έπιασε δουλειά σε ένα από τα μεγαλύτερα τελωνεία της χώρας. Δεν είχε ούτε μία εβδομάδα στη νέα δουλειά, όταν έγινε το πρώτο περιστατικό: «Με πλησίασαν εκτελωνιστές και μου έβαλαν λεφτά κρυφά στα χέρια. Δεν είχα κάνει κάτι σημαντικό, διεκπεραίωνα έγγραφα. Ηθελαν απλώς να τσεκάρουν αν θα μπω στο κόλπο. Αν τα έπαιρνα, θα έπεφτε σύρμα στους υπόλοιπους ότι ήμουν “δικιά τους”». Η Μ. επέστρεψε αμέσως τα χρήματα. «Τότε κατάλαβαν ότι θα έχουν πρόβλημα μαζί μου». «Ολοι το ξέρουν, αλλά κάνουν τα στραβά μάτια» είπε στην εφημερίδα η Μ. που διατηρεί την ανωνυμία της για προφανείς λόγους.

 

«Διάφορα έξοδα»

 

Οπως ανέφερε στην Καθημερινή ο εν ενεργεία εκτελωνιστής, στον οποίο η δημοσιογράφος αναφέρεται ως «Γιώργος», αλλά μιλά επίσης υπό τον όρο της ανωνυμίας, το ποσό αναφέρεται στα τιμολόγια ως «Διάφορα έξοδα». Ενδεικτικό της έκτασης του προβλήματος ότι οι σχετικές «μικροδαπάνες» αναφέρονται και σε εγκύκλιο του υπουργείου Οικονομικών (ΠΟΛ 1078/14): «Το ποσό της δαπάνης που τυχόν αναγράφεται στο τιμολόγιο του εκτελωνιστή, με βάση την κατάσταση που συντάσσει για μικροδαπάνες που ενεργεί για λογαριασμό του πελάτη του, δεν περιλαμβάνεται στην αξία της συναλλαγής που καταχωρίζεται στις καταστάσεις πελατών του εκτελωνιστή, δηλαδή ο εκτελωνιστής καταχωρίζει στις καταστάσεις πελατών μόνο την προμήθεια που λαμβάνει από τον πελάτη». «Το “γρηγορόσημο” ήταν καθεστώς», λέει ο ίδιος που μπήκε στο επάγγελμα τη δεκαετία του ’80.

 

«Βρήκα από τότε ένα σύστημα εντελώς αντίθετο με τις αρχές και την ηθική μου. Για τα πάντα, από μια απλή καταχώριση διασάφησης (σ.σ.: έγγραφο με το οποίο ζητείται η εκτελώνιση ενός εμπορεύματος) μέχρι μια πληρωμή, οι τελωνειακοί κρατούσαν κάποιο ποσό. Η δουλειά μου ήταν να περνάω σωστά τα εμπορεύματα, οπότε ακολούθησα το ισχύον σύστημα με το “γρηγορόσημο”. Ποτέ δεν μου είπαν “δώσε για να σε εξυπηρετήσω” αλλά αν θέλανε θα σου βάζανε τρικλοποδιά».

 

Τριάντα χρόνια μετά, και ύστερα από πέντε χρόνια ύφεσης, το… έθιμο τηρείται απαρέγκλιτα, αν και η κρίση έχει ρίξει τις τιμές. «Παλιότερα είχα περίπου 60-70 ευρώ έξοδα για μία εισαγωγή, τώρα 30-40 ευρώ. Για μια διασάφηση μπορεί να δώσουμε 5-10 ευρώ σε ελεγκτές και επόπτες». Σύμφωνα με τη Μ., ανάλογα με τη θέση του, ένας υπάλληλος μπορεί να βγάζει από 500 μέχρι 7.000 ευρώ τον μήνα από “γρηγορόσημα”. Ωστόσο, ο απλός υπάλληλος που έβγαζε πριν από λίγα χρόνια 3.000 ευρώ τον μήνα, σήμερα μπορεί να μη βγάζει πάνω από 500 ευρώ. Ενας επόπτης, αντίστοιχα, από τα 15.000 ευρώ τον μήνα, έχει πέσει στα 4.000 ευρώ.

 

Οπως λένε, όποιος δεν δίνει «γρηγορόσημο», δεν εξυπηρετείται ή ταλαιπωρείται αναίτια. Αλλωστε, τα χρήματα δεν καταβάλλονται για να επισπευσθούν οι διαδικασίες ή να κάνει ο υπάλληλος τα στραβά μάτια για κάποια παράλειψη. «Τα χρήματα δίνονται για να γίνουν οι νόμιμες, απολύτως τυπικές διαδικασίες», τονίζει η Μ.

 

Αφόρητη η ψυχολογική πίεση σε αυτούς που δεν τα παίρνουν

 

Η πίεση να μπει η Μ. στο «νόημα» της υπηρεσίας έχει υπάρξει ασφυκτική. «Εκτελωνιστές άφηναν λεφτά στο γραφείο μου και όταν έλεγα “πάρτε παρακαλώ τα χρήματά σας” με κοιτούσαν με απορία. Επέμεναν, έφτανα στο σημείο να τα πετάω στο πάτωμα. “Ελα, για τον καφέ σου” έλεγαν».

 

Καμιά φορά, το ρεπερτόριο άλλαζε: «Πάρτα, μην είσαι χαζή, όλοι τα παίρνουν», «πού θα πάει θα τα πάρεις κι εσύ, όλοι έτσι έκαναν στην αρχή». Αλλοτε έβγαιναν στην επίθεση: «Ποια νομίζεις ότι είσαι; Δηλαδή εμείς θα είμαστε τα μαύρα πρόβατα και εσύ θα ξεχωρίζεις;».

 

Οι σκηνές ήταν συχνά σουρεαλιστικές. Οπως μαρτυρεί η Μ., «οι συναλλασσόμενοι έκαναν ουρά στα άλλα γραφεία, ενώ εγώ δεν εξυπηρετούσα κανέναν. Είχε πέσει σύρμα από τους συναδέλφους ότι δεν τα παίρνω και προτιμούσαν να περιμένουν στην ουρά παρά να έρθουν σε μένα να τους εξυπηρετήσω».

 

Την ίδια στιγμή, στα διπλανά γραφεία, τα συρτάρια ήταν ανοιχτά, σήμα για το «ό,τι προαιρείσθε». «Οι εκτελωνιστές συχνά βάζουν τα χρήματα μόνοι τους εκεί».

 

Πώς γίνεται η συναλλαγή

 

Η υπηρεσία έχει τον δικό της κώδικα. «Οι εκτελωνιστές χτυπούν τα κέρματα μες στην τσέπη για να δώσουν το σήμα στον υπάλληλο ότι κάτι θα πάρει» λέει η Μ. «Οι συναλλασσόμενοι ξέρουν πόσο θα δώσουν και σε ποιον. Αν δεν έχουν πάνω τους ψιλά, ζητούν από τον υπάλληλο ρέστα. Κάποιοι τους τα δίνουν με τον μήνα. Κάθε μήνα 300 ευρώ σε κάθε γραφείο. Δεν έχουν όλα τα γραφεία τα ίδια κέρδη. Ολοι θέλουν τα “καλά γραφεία” με τους “καλούς εκτελωνιστές”. Γι’ αυτό οι περισσότεροι μένουν πολλά χρόνια στα ίδια πόστα. Είναι το μαγαζάκι τους. Αν κάποιος προϊστάμενος επιχειρήσει να τους αλλάξει τμήμα γίνεται χαμός, πέφτουν από παντού τηλέφωνα».