Εξαφάνισαν την ελληνική επιχείρηση

ΦΩΤΟ: ΑΡΧΕΙΟΥ

ΦΩΤΟ: ΑΡΧΕΙΟΥ

Απογοητευτική είναι η εικόνα της ελληνικής επιχείρησης και της αύξησης της μαύρης και «ευέλικτης» εργασίας, σύμφωνα με τις καταστάσεις προσωπικού που κατέθεσαν όλοι οι εργοδότες στο πληροφοριακό σύστημα «Εργάνη». Το 2015 αυξήθηκαν οι επιχειρήσεις που απασχολούν από 1 ως 10 εργαζόμενους, αλλά αυξήθηκε παράλληλα και ο αριθμός των εργαζόμενων που αναγκάζονται να δουλεύουν λίγες ώρες τη μέρα και, φυσικά να πληρώνονται αναλόγως. Όλοι όμως γνωρίζουν πολύ καλά ότι η ευέλικτη εργασία σημαίνει μόνο χαμηλότερες αμοιβές, καθώς μπορεί οι εργαζόμενοι να πληρώνονται για 4 και 5 ώρες, αλλά είναι γνωστό ότι εργάζονται για περισσότερες υπό την απειλή της απόλυσης, καθώς η προσφορά είναι πάρα πολύ μεγαλύτερη από τη ζήτηση.

Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά, καθώς χαρτογραφούν με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο την επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα, παράλληλα με την απασχόληση, ενώ αναδεικνύουν τον κυρίαρχο ρόλο της μικρής και μεσαίας επιχείρησης στη δομή και στην ανάπτυξη της εγχώριας οικονομίας.

Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία από την «Εργάνη», το 89,245% των 222.281 επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνταν στη χώρα μας εντός του 2015 απασχολεί από 1 έως το πολύ 10 εργαζομένους. Ενώ, σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, το 2015 οι επιχειρήσεις που προχώρησαν στην κατάθεση ετήσιου πίνακα προσωπικού αυξήθηκαν κατά 7.872, ή 3,67%, σε σχέση με το 2014, φθάνοντας τις 222.281 σε όλη τη χώρα. Αν υπολογιστούν και τα παραρτήματά τους σε διαφορετικές περιοχές από την έδρα τους, φθάνουν τις 261.623. Από το σύνολο αυτών, η συντριπτική τους πλειονότητα (89,24% ή 198.375) απασχολούν 1-10 εργαζόμενους. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις 214 επιχειρήσεις απασχολούν από 500 εργαζόμενους και πάνω. Συνολικά, βέβαια, το 26,72% του συνόλου των εργαζομένων, που εκτιμώνται σε 1.619.845 άτομα, απασχολούνται σε 523 επιχειρήσεις με προσωπικό άνω των 250 ατόμων. Αντίστοιχα, το 17,36%, ήτοι 290.619 εργαζόμενοι, απασχολούνται σε 165.886 επιχειρήσεις με προσωπικό από 1 έως 4 εργαζόμενους.

Οι εργαζόμενοι που δηλώθηκαν στους πίνακες προσωπικού αυξήθηκαν κατά 88.666, ή 5,79%, το 2015, φτάνοντας το 1.619.845, σε σχέση με το 1.531.179 που ήταν οι εργαζόμενοι το 2014. Όμως ανάλογα αυξήθηκε και ο αριθμός των εργαζομένων που απασχολούνται με συνθήκες μερικής απασχόλησης ή εκ περιτροπής εργασίας. Συγκεκριμένα, ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων που απασχολούνται με ευέλικτες μορφές εργασίας ανήλθε το 2015 σε 363.710, αριθμός που αποτελεί το 22,45% του συνόλου. Ο αριθμός αυτός είναι αυξημένος κατά 29.792 εργαζόμενους, ή 8,92%, σε σχέση με τους 333.918 που είχαν καταγραφεί το 2014. Τα στοιχεία δείχνουν, επίσης, ότι σχεδόν 7 στους 10 εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα (69,59% ή 1.127.257 άτομα) δουλεύουν περισσότερες από 35 ώρες την εβδομάδα. Διαπιστώνεται μάλιστα αύξηση κατά 63.489 άτομα, σε σχέση με το 2014, στον αριθμό των εργαζομένων που δουλεύουν όλο και περισσότερο, σε εβδομαδιαία βάση.

Αυτό που προκύπτει ως συμπέρασμα από τα στοιχεία που δίνουν, τόσο η «Εργάνη», όσο και το υπουργείο Εργασίας, είναι ότι η ελληνική μικρομεσαία επιχείρηση οδηγείται σε εξαφάνιση και, μαζί με αυτήν, και μειώνεται δραστικά και ο αριθμός εργαζομένων που μπορούν να απασχολήσουν, αλλά αντιθέτως αυξάνεται ο αριθμός των εργαζομένων με ελαστικές σχέσεις εργασίας, εκ περιτροπής εργασία, αλλά και όσων δουλεύουν σε μαύρη και ανασφάλιστη εργασία.

Όμως, δυστυχώς, υπάρχουν και χειρότερα. Και μάλιστα για ανθρώπους που μπορεί να έχουν ως και 20.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.), το μέσο νοικοκυριό σήμερα στην Ελλάδα με έναν εργαζόμενο έχει ετήσιο εισόδημα λίγο πάνω από τα 20.000 ευρώ. Η ΕΛΣΤΑΤ υπολογίζει το όριο της απόλυτης φτώχειας στα 12.500 ευρώ ετήσια για το μέσο νοικοκυριό. Δηλαδή με ένα ετήσιο εισόδημα αυτής της τάξης το μέσο νοικοκυριό που αποτελείται από περίπου 2,5 μέλη στην Ελλάδα σήμερα με έναν εργαζόμενο, είναι αδύνατον να επιβιώσει. Την ίδια στιγμή όμως, οι βασικές ετήσιες καταναλωτικές δαπάνες, που οφείλει να κάνει το μέσο νοικοκυριό στην Ελλάδα για να συντηρηθεί, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΑΕΠ, ανέρχονται σε πάνω από τις 27.000 ευρώ ανά νοικοκυριό. Δηλαδή, το εισόδημα του μέσου νοικοκυριού, πριν καν πληρώσει εφορία, ασφαλιστικές εισφορές και χρέη, έχει ένα ετήσιο έλλειμμα της τάξης των 7.000 ευρώ για να καλύψει τις βασικές καταναλωτικές δαπάνες του. Έτσι λοιπόν, για το μέσο νοικοκυριό με έναν εργαζόμενο, που διαθέτει ετήσιο εισόδημα της τάξης των 20.000, οι λοιπές επιβαρύνσεις από άλλες υποχρεώσεις του διαμορφώνονται ως εξής:

  • Για τις ετήσιες βασικές καταναλωτικές δαπάνες: 27.000 ευρώ.
  • Για την ετήσια άμεση φορολογία: 4.450 ευρώ.
  • Για τις ετήσιες εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία: 3.700 ευρώ.
  • Για την ετήσια εξυπηρέτηση των δανείων στις τράπεζες: 2.500 ευρώ.

Το σύνολο των ετήσιων ανελαστικών υποχρεώσεων του μέσου νοικοκυριού ανέρχεται τελικά 37.650 ευρώ, δηλαδή, οι ετήσιες υποχρεώσεις υπερβαίνουν το ετήσιο εισόδημα του μέσου νοικοκυριού κατά 17.650 ευρώ. Με άλλα λόγια οι ετήσιες υποχρεώσεις είναι σχεδόν διπλάσιες από το ετήσιο εισόδημα.

Αυτή είναι η κατάσταση στην οποία έφεραν το μέσο νοικοκυριό οι πολιτικές των μνημονίων, η εξουθένωση και φτωχοποίηση, που μετέφερε το έλλειμμα από τα δημοσιονομικά του κράτους στον οικογενειακό προϋπολογισμό. Κι αυτό το έλλειμμα έχει φτάσει σχεδόν στο 26% του προϋπολογισμού ανά νοικοκυριό.

Είναι λοιπόν κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι όσο συνεχίζεται αυτή η ολέθρια πραγματικότητα, όλο και περισσότερο θα γίνονται δυσθεώρητα τα χρέη των νοικοκυριών προς την εφορία και την ασφάλιση, θα αυξάνουν τα «κόκκινα δάνεια» και θα περιορίζεται δραστικά η κατανάλωση, με αποτέλεσμα τα νοικοκυριά να οδηγούνται σε μια τριτοκοσμική κατάσταση με απόλυτη ανέχεια. Για να αλλάξει η κατάσταση θα πρέπει να εξαφανιστούν τα χρέη. Πρέπει το ετήσιο εισόδημα του μέσου νοικοκυριού να αυξηθεί στα 32.000 ευρώ για να είναι δυνατή η επανεκκίνηση της οικονομίας και να ξεφύγει από τη χρεοκοπία.

Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο στη περίοδο του μνημονίου ο κόσμος πρέπει να γίνει μια γροθιά και να διεκδικήσει μαζικά της αλλαγή της συγκεκριμένης πολιτικής και όχι απλά την αλλαγή μιας κυβέρνησης, για να έρθει κάποια άλλη που ίσως εφαρμόσει και πάλι τα μνημόνια, αλλά με λίγη περισσότερη κοινωνική ευαισθησία, ρίχνοντας ίσως κάποια ψίχουλα στους εργαζόμενους για να σταματήσουν να διαμαρτύρονται. Πρέπει οι επαγγελματικοί και συνδικαλιστικοί  φορείς να σταματήσουν να ενδιαφέρονται ο καθένας μόνο για το δικό του επαγγελματικό κλάδο και να ενωθούν όλοι σε ένα μαζικό κίνημα διεκδίκησης αλλαγής της συγκεκριμένης πολιτικής.

Ούτε μιας μέρας γενική απεργία δεν μπορεί να φέρει μια τέτοια αλλαγή. Το μόνο που μπορεί να κάνει μια μέρα γενικής απεργίας είναι να εκτονώσει την οργή του κόσμου, ο οποίος από την επομένη θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει την ίδια τραγική κατάσταση και τη προσπάθεια επιβίωσης. Η σημερινή απεργία πρέπει να είναι αφετηρία μαζικής παλλαϊκής κινητοποίησης όλων των κλάδων, όλων των επαγγελμάτων, όλου του πληθυσμού εναντίον του καθεστώτος και απλά ακόμη μία μέρα διαμαρτυρίας μέσα σε όλες τις άλλες που προηγήθηκαν και θα ακολουθήσουν.