Η ΕΞΑΠΑΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΣΕ…ΒΙΒΛΙΟ)

Η ΕΞΑΠΑΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (μια πολιτική αλληγορία σε βιβλίο)

«Οι πόρτες στο Μέγαρο Μαξίμου έκλεισαν και τα επιτελεία ξεκίνησαν να δουλεύουν πυρετωδώς. Ο Πρωθυπουργός έδινε τις κατευθυντήριες γραμμές, ενώ ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, συντόνιζε τις ομάδες δράσης. Τα τηλέφωνα χτυπούσαν και τα πληκτρολόγια ένιωθαν τους μανιώδεις χτύπους των δαχτύλων στις πλάτες τους.

Την ίδια  στιγμή, οι δύο άνδρες χαμογελούσαν μ ένα διαφορετικό χαμόγελο, κάπως αλλιώτικο και ασαφές.Δεν ήταν εκείνο το ειλικρινές χαμόγελο της αμεσότητας, αλλά το άλλο, το νοθευμένο χαμόγελο , που υπάρχει στα χείλη χαιρέκακα και ματαιόδοξα. Οι δύο άνδρες χαιρόντουσαν , αλλά ήταν περισσότερο μια φοβισμένη χαρά, παρά μια χαρά πραγματικής ευχαρίστησης. Ήταν μια χαρά διαποτισμένη απ τον σκοπό της παραποίησης της αλήθειας…

Μέσα στην αχλή των αναμνήσεων, η ευτυχία έβγαλε τα μαύρα ρούχα. Ο φόβος κάλυψε τη γύμνια της με τη θαλασσί τη φούστα…

Αφού πέρασε περίπου ένας μήνας, όπου τα ΜΜΕ, η Εκκλησία, οι Ακαδημαϊκοί και οι υπόλοιποι θεσμικοί και μη παράγοντες της χώρας επιδόθηκαν σε μια ακραιφνή προπαγάνδα κατά των προσφύγων , η συγκυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας ανακοίνωσε τη διεξαγωγή νέου δημοψηφίσματος…»

Το βιβλίο

Με το που κυκλοφόρησε το παιχνίδι, οι άνθρωποι ξεχύθηκαν στους δρόμους και βάλθηκαν να κυνηγούν τους συμπολίτες τους. Έφτασαν, μάλιστα , και μέχρι τη Βουλή προσπαθώντας να αιχμαλωτίσουν τους πολιτικούς. Κάθε φορά που έπιαναν και έναν στην εικονική τους πραγματικότητα , χαμογελούσαν χαιρέκακα. Το ίδιο χαιρέκακα χαμογελούσαν και οι πολιτικοί που παρατηρούσαν αυτήν την κατάσταση μέσα απ τα πολυτελή γραφεία τους. Είχαν αιχμαλωτίσει έναν ολόκληρο λαό χωρίς να κάνουν τίποτε. Είχαν αιχμαλωτίσει έναν ολόκληρο λαό. Τελεία. Η αιχμαλώτιση δεν επιδέχεται συνέχεια…

«Η «Εξαπάτηση της Δημοκρατίας» αποτελεί μία πολιτική αλληγορία, που ανατέμνει την Ελλάδα της κρίσης.Με όχημα τη μυθοπλασία, επιχείρησα να φτιάξω μία ιστορία που θα κινείται παράλληλα με όσα ζούμε τα τελευταία χρόνια, εγκιβωτίζοντας ταυτόχρονα πραγματικά γεγονότα και αναδεικνύοντας ομοιότητες της σημερινής πολιτικής περιόδου με προηγούμενες», λέει ο συγγραφέας του βιβλίου Παναγιώτης Κολέλης. (επισυνάπτεται συνέντευξη)

Ο συγγραφέας

Ο Παναγιώτης Κολέλης γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1990 στην Αθήνα, όπου ζει μέχρι σήμερα. Σπούδασε Οικονομικά και Δημοσιογραφία στην Ελλάδα και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Δημόσια Πολιτική και Διοίκηση.

Η «Εξαπάτηση της Δημοκρατίας», είναι το πρώτο του βιβλίο.

1)Πώς χαρακτηρίζετε το βιβλίο σας; Πρόκειται για μυθοπλασία; Πρόκειται για πολιτικό αφήγημα;

Η «Εξαπάτηση της Δημοκρατίας» αποτελεί μία πολιτική αλληγορία, που ανατέμνει την Ελλάδα της κρίσης.Με όχημα τη μυθοπλασία, επιχείρησα να φτιάξω μία ιστορία που θα κινείται παράλληλα με όσα ζούμε τα τελευταία χρόνια, εγκιβωτίζοντας ταυτόχρονα πραγματικά γεγονότα και αναδεικνύοντας ομοιότητες της σημερινής πολιτικής περιόδου με προηγούμενες.

2) Είστε ένας νέος άνθρωπος. Πώς χαρακτηρίζετε την πολιτική ζωή στην Ελλάδα; Κατά τη γνώμη σας διαφέρει από την πολιτική ζωή γενικότερα στην παγκόσμια σκηνή; Σε τι διαφέρει;

Θα μπορούσαμε σίγουρα να βρούμε διαφορές στην πολιτική ζωή από χώρα σε χώρα, αλλά στα βασικά – στην απώλεια δικαιωμάτων και κατακτήσεων ετών, στην εντατικοποίηση και ελαστικοποίησητης εργασίας, στο άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ πλούσιων και φτωχών – δεν θα βρούμε μεγάλες διαφορές. Επίσης, δεν θα βρούμε διαφορές όσον αφορά την άνοδο του φασισμού, που αποτελεί γενικότερο φαινόμενο αυτή τη στιγμή σε ολόκληρη την Ευρώπη. Τις διαφορές – που μπορούν να κάνουν και την πραγματικά διαφορά – τις δημιουργούν οι άνθρωποι και οι λαοί. Προσωπικά, προτιμώ να μη χωρίζω τους ανθρώπους ανάλογα με την εθνικότητα ή το χρώμα τους, αλλά να τους χωρίζω σε αυτούς που ονειρεύονται έναν καλύτερο κόσμο και παλεύουν γι’ αυτόν και σε αυτούς που δεν το κάνουν. Ο Τσε Γκεβάρα έλεγε πως «απώτερος σκοπός του ανθρώπου είναι να γίνει επαναστάτης». Τον πιστεύω, κάτι παραπάνω θα ξέρει.

3) Ποια κατά τη γνώμη σας είναι τα χαρακτηριστικά του λεγόμενου «ενεργού πολίτη»;

Ο σπουδαίος Γάλλος φιλόσοφος, Μισέλ Φουκώ, υποστήριζε πως «αυτό που πρέπει να μας ενδιαφέρει πριν απ’ όλα είναι η επικαιρότητα, αυτό που διαδραματίζεται γύρω μας, αυτό που συμβαίνει στον κόσμο». Αυτό μπορεί να μοιάζει σε πολλούς αυτονόητο, αλλά πιστέψτε με δεν είναι σε καμία περίπτωση. Ζούμε σε μία εποχή που η πολιτική θεωρείται από πολλούς κάτι κακό, μιαρό ή εξοβελιστέο, που το να είσαι απολιτίκ αποτελεί τη σύγχρονη μόδα και τα socialmedia έχουν αντικαταστήσει την ανθρώπινη επαφή.Όλα αυτά έχουν σαν αποτέλεσμα ο χώρος της πολιτικής να μένει κενός. Ποιος θα το καλύψει αυτό το κενό; Οι μεγάλες πολυεθνικές και τα μονοπώλια που θα έρθουν και θα προωθήσουν τα συμφέροντά τους. Αυτές αποτελούν σήμερα τους σύγχρονους «ενεργούς πολίτες». Αν δεν αλλάξει αυτό, αν δηλαδή οι λαοί δεν συνειδητοποιήσουν τη δύναμή τους και δεν πάρουν τις ζωές τους στα χέρια τους, ανατρέποντας τους σημερινούς αρνητικούς συσχετισμούς, θα ζήσουμε ακόμα πιο σκοτεινές μέρες.

4) Για ποιο λόγο γράψατε αυτό το βιβλίο και για ποιο λόγο θα συστήνατε στο αναγνωστικό σας κοινό να το διαβάσει;

Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιος λόγος που ξεκινάει κάποιος να γράφει. Θα μπορούσα να πω αυτό που ακούγεται συχνά, πως ήταν μία εσωτερική ανάγκη, το οποίο είναι και αλήθεια σε μεγάλο βαθμό, αλλά δεν νομίζω πως έχει και τόσο νόημα να εξηγήσει ένας συγγραφέας τους λόγους για τους οποίους γράφει ένα βιβλίο. Αυτό που έχει περισσότερο νόημα είναι να μας πει ο ίδιος ο αναγνώστης τι αποκόμισε από το βιβλίο όταν το διάβασε. Επίσης, αξίζει νομίζω να αναφέρω πως ίσως να μην έγραφα ποτέ αυτό το βιβλίο, αν δεν ξεκινούσε το 2010 ο Γολγοθάς της χώρας μας στη μέγγενη των μνημονίων. Αφενός ήταν πολλά τα ερεθίσματα που υπήρξαν από τότε γύρω μου, αφετέρου δεν με κάλυπτε η εξήγηση που έδινε στην κρίσηη κυρίαρχη τάξη. Έτσι αποφάσισα να δώσω τη δική μου εξήγηση σε όλα όσα συνέβαιναν, καμωμένη από έντονα μυθοπλαστικά στοιχεία.

Όσον αφορά τώρα για το γιατί να το διαβάσει κάποιος, δεν θα περιαυτολογήσω. Αν κάποιος έχει αυτή τη στιγμή στο κομοδίνο του, Ντοστογιέφσκι, Τσέχοφ, Κάφκα,Τσβάιχ, Καραγάτσηή κάποιον άλλον συγγραφέα ανάλογου βεληνεκές, ας συνεχίσει με αυτούς. Είναι σε καλά χέρια. Αν πάλι θέλει να δει μία πιο λογοτεχνική «εξήγηση» απέναντι σε όσα ζει τα τελευταία χρόνια και να ξεφύγει λίγο από τις στείρες δημοσιογραφικές αναλύσεις, ας το διαβάσει. Θα γελάσει, θα προβληματιστεί, θα θυμώσει, αλλά κυρίως θα βρει κάπου ανάμεσα στις σελίδες του ένα κομμάτι από τον ίδιο του τον εαυτό.