ΙΣΘ: «Να γίνει έδρα των μεταμοσχεύσεων η Θεσσαλονίκη»

Τη μεταφορά της έδρας του Εθνικού Οργανισμού Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ) στη Θεσσαλονίκη ζητεί από τον πρωθυπουργό ο Ιατρικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης (ΙΣΘ). Σε υπόμνημά του προς τον Αντώνη Σαμαρά με αφορμή την 79η ΔΕΘ εξηγεί τους λόγους του αιτήματος του, επισημαίνοντας ότι είναι ιστορικοί και ουσιαστικοί.

 

Ειδικότερα στη Θεσσαλονίκη τη δεκαετία του 1960 πραγματοποιήθηκε η πρώτη μεταμόσχευση νεφρού στην Ελλάδα και από τις πρώτες στην Ευρώπη από τους καθηγητές Μαρσέλο και Τοΰντα, ενώ γίνονται οι περισσότερες μεταμοσχεύσεις της χώρας με επέκταση σε όλα τα πεδία.

Επιπλέον λόγω της γεωγραφικής θέσης της η πόλη έχει πλεονεκτήματα επί των γειτονικών χωρών σε αυτόν τον τομέα της επιστήμης.

Όπως επισημαίνει στο υπόμνημά του ο ΙΣΘ, επέλεξε να μην αναφερθεί στα πολλαπλά συσσωρευμένα προβλήματα του χώρου της υγείας. “Και οι αδικίες προς τον ιατρικό κόσμο εντείνονται και απειλούν ακόμη και τη βιωσιμότητα των ιατρείων και κυρίως των εργαστηρίων, που αντιμετωπίζονται με δυσμενέστερους όρους από άλλους παρόχους υγείας, και τα χρόνια προβλήματα του χώρου (υπερπληθυσμός, γραφειοκρατία) παραμένουν, συνειδητά εκτιμούμε την ανάγκη υποβολής προτάσεων αναπτυξιακού χαρακτήρα στη συγκεκριμένη συγκυρία. Πεποίθησή μας είναι ότι η αποδοχή και η υλοποίηση των προτάσεων μας που αρθρώνονται γύρω από τη Μακεδονία με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη μπορούν να μετατρέψουν τον ‘κλασικά αντιπαραγωγικό τομέα της υγείας σε μοχλό ανάπτυξης για την περιοχή”, σημειώνεται στο υπόμνημα.

ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

 

Στις προτάσεις που καταθέτει ο ΙΣΘ περιλαμβάνεται η επέκταση του καθεστώτος και των δυνατοτήτων των Μονάδων Ημερήσιας Νοσηλείας (ΜΗΝ). Όπως εξηγεί, οι ΜΗΝ ως ευέλικτες δομές παροχής υπηρεσιών υγείας χαμηλού κόστους και υψηλού επιπέδου αποτελούν ιδανικό εργαλείο ανάπτυξης για την εξυπηρέτηση ασθενών από το εσωτερικό και την προσέλκυση ασθενών από το εξωτερικό. Τρία χρόνια μετά την ψήφιση από τη Βουλή -το 2011- και με καθυστέρηση δεκαετιών το 2014 εξεδόθη επιτέλους υπουργική απόφαση που προβλέπει τους όρους λειτουργίας τους, αφού πρώτα ακρωτηριάστηκε νομοθετικά ο ρόλος τους ως προς το εύρος των εκτελούμενων πράξεων.

“Θεωρούμε ότι το καθεστώς των ΜΗΝ πρέπει να επεκταθεί σε όλο το εύρος των ιατρικών πράξεων που δεν απαιτούν νοσηλεία πέραν των 24 ωρών με κλιμακωτές προϋποθέσεις ανάλογες του εύρους των πράξεων που θα εκτελούνται. Η σημερινή υπουργική απόφαση, καίτοι καλύτερη από το χθες, θέτει όρους που καθιστούν τη λειτουργία τους ασύμφορη για τις απλές πράξεις και απαγορευμένη για τις επιστημονικά και οικονομικά ουσιώδεις”, επισημαίνει ο ΙΣΘ.

Ο Ιατρικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης ζητεί επίσης τη χρηματοδότηση των μικρών ιατρικών επιχειρήσεων από το ΕΣΠΑ της Υγείας, ώστε να ενισχυθούν νέες δράσεις τους (πολυιατρεία, μονάδες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, σταθμοί προληπτικού ελέγχου, ΜΗΝ, εργαστήρια, καινοτόμες δράσεις κ,λπ.), αλλά και στρατηγικό σχεδιασμό προσέλκυσης ασθενών από τη βαλκανική και ευρασιατική ενδοχώρα με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη.

Ζητεί επίσης η δεδομένη αναγκαιότητα του στρατηγικού σχεδιασμού κοινών δράσεων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα να περιέλθει σε φορέα με κορμό τον ΙΣΘ και την περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας υπό το υπουργείο Υγείας και χρηματοδότηση από δημόσιους, ιδιωτικούς και κοινοτικούς πόρους.

 

ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ

 

Ο ΙΣΘ προτείνει την ίδρυση και τη λειτουργία παιδιατρικού νοσοκομείου στη Θεσσαλονίκη, καθώς και την προπτυχιακή και μεταπτυχιακή ιατρική εκπαίδευση από ιδιωτικούς φορείς.

“Αισθανόμαστε ότι όλοι οφείλουμε στον τομέα μας να συμβάλουμε στη διαμόρφωση άλλου βιώσιμου και ευτυχούς μέλλοντος για τη χώρα μας. Δυστυχώς όμως οι πολλαπλές αλλαγές στο χώρο της υγείας τα τελευταία χρόνια εκτιμούμε ότι δεν αγγίζουν τον πυρήνα των προβλημάτων, αντίθετα συσσωρεύουν αναίτια θλίψη, πόνο και αίσθημα αδικίας σε γιατρούς και ασθενείς. Τα αίτια αυτής της αποτυχίας είναι πολιτικά και ιδεολογικά αλλά αναστρέψιμα, εφόσον υπάρξει βούληση. Προς την κατεύθυνση αυτή αισθανόμαστε ότι μπορούμε και θέλουμε να συμβάλουμε”, καταλήγει στο υπόμνημά του ο ΙΣΘ.

 

Κέντρα Πρόληψης Ζητούν να γίνουν ΝΠΔΔ

 

Τη διοικητική απόσχιση από τον Οργανισμό Κατά των Ναρκωτικών (OKAΝΑ) και την ένταξή τους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα με τις αναγκαίες θεσμικές και διοικητικές πράξεις ζητούν οι εργαζόμενοι στα Κέντρα Πρόληψης από τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών. Ουσιαστικά προτείνουν να μετατραπούν σε ΝΠΔΔ και να έχει τη διοικητική εποπτεία είτε ο OKANA είτε τα ίδια τα Κέντρα, τα οποία στα 20 χρονιά δουλειάς τους έχουν αποδείξει ότι μπορούν να εφαρμόζουν το εθνικό σχέδιο δράσης για τα ναρκωτικά.
Τις παραπάνω επισημάνσεις έκανε χθες κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου το σωματείο των εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης από τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών. “Λειτουργούμε με προγραμματικές συμβάσεις με τα υπουργεία Υγείας και Εσωτερικών, χωρίς όμως να έχουμε στην ουσία πάγια και διαρκή χρηματοδότηση. Μάλιστα σε συνδυασμό με την υποχρηματοδότηση και τη μη απόδοση των χρημάτων που ο ΟΚΑΝΑ έλαβε για τα Κέντρα Πρόληψης και δεν απέδωσε σε αυτά στο διάστημα 2009-2014, τα Κέντρα έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα”, τόνισε ο γραμματέας του Σωματείου Εργαζομένων Αλέξανδρος Σταθακιός, διευκρινίζοντας ότι σε ολόκληρη την Ελλάδα λειτουργούν 73 Κέντρα Πρόληψης, όπου απασχολούνται συνολικά 400 άτομα.

Παράλληλα ανέφερε ότι “μας ζητείται η καταβολή αναδρομικών, επειδή υπαχθήκαμε στο ενιαίο μισθολόγιο από το Σεπτέμβριο του 2013, παρότι υπάρχουν σοβαρά προβλήματα νομιμότητας”.
Σήμερα πάντως υπάρχουν Κέντρα Πρόληψης με απλήρωτους εργαζόμενους και οφειλές σε ΙΚΑ και εφορίες, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η παροχή των υπηρεσιών τους, οι οποίες το 2012 αφορούσαν 100.000 άτομα, εκ των οποίων οι 70.000 ήταν μαθητές και μαθήτριες.

 

Πηγή: Μακεδονία