Δεν φταίνε οι δανειολήπτες για τη χρεωκοπία της χώρας

ΦΩΤΟ: ΑΡΧΕΙΟΥ

ΦΩΤΟ: ΑΡΧΕΙΟΥ

Σε ένα τόσο έντονο όσο πρωτοφανές και κυνήγι θησαυρού έχει επιδοθεί η κυβέρνηση τις τελευταίες μέρες. Ο θησαυρός, αν μπορεί να τον αποκαλέσει έτσι κανείς, είναι τα διαθέσιμα χρήματα όλων των δημόσιων οργανισμών, τα οποία, σιγά – σιγά μεταφέρονται σε λογαριασμούς της Τράπεζας τη Ελλάδος, ώστε να χρησιμοποιηθούν για τις άμεσες ανάγκες του κράτους, που δεν είναι άλλες από τη καταβολή μισθών και συντάξεων.

Έτσι, μετά τα νοσοκομεία, βλέπουμε να παίρνουν την άγουσα για την Τράπεζα της Ελλάδος, τα διαθέσιμα του ΟΑΕΔ και του ΕΟΠΥΥ, ενώ σύμφωνα με δημοσιεύματα αποφασίστηκε να μεταφερθούν 67 εκατ. ευρώ από το Ταμείο της Βουλής σε λογαριασμό στην Τράπεζα της Ελλάδος. Την ίδια στιγμή, με υπουργικές αποφάσεις προβλέπεται η μεταφορά ποσών, συνολικού ύψους 70.000 ευρώ από τους εκτελούμενους προϋπολογισμούς των υπουργείων Εθνικής Άμυνας και Περιβάλλοντος στον προϋπολογισμό των Γενικών Κρατικών Δαπανών του Υπουργείου Οικονομικών, προκειμένου να αντιμετωπισθούν δαπάνες μισθοδοσίας προσωπικού. Αλλά και  σε  φορείς  του δημοσίου που διατηρούν ακόμη διαθέσιμα φέρεται να συζητούνται  ανάλογες αποφάσεις.

Αυτές οι κινήσεις απελπισίας της κυβέρνησης ξεκίνησαν τη προηγούμενη εβδομάδα, όταν  το υπουργείο υγείας ζητούσε εγγράφως  από τους διοικητές των δημόσιων νοσοκομείων να ενημερώσουν για τα ταμειακά τους διαθέσιμα. Αλλά και  το Δ.Σ. του ΕΟΠΥΥ συνεδριάζει σήμερα  προκειμένου να γίνει η μεταφορά των ταμειακών διαθέσιμων του Οργανισμού προς την ΤτΕ, ενώ και το  Δ.Σ. του ΟΑΕΔ αποφάσισε ήδη να μεταφέρει την περασμένη Παρασκευή 100 εκατ. ευρώ από τραπεζικούς Λογαριασμούς Ταμειακής Διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδας.

Όλα αυτά αποτελούν εξελίξεις των τελευταίων ωρών της διαπραγμάτευσης που αποκαλύπτουν τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία οι δανειστές μπορούν να οδηγήσουν μια χώρα, όταν αυτή πάει να σηκώσει κεφάλι, ή θέλει να δείξει ότι πάει να σηκώσει κεφάλι, όπως προσπαθεί να κάνει αυτή τη στιγμή η ελληνική κυβέρνηση. Οι δανειστές έχουν τους τρόπους να πιέσουν τη κυβέρνηση μιας χώρας να δεχτεί τις απαιτήσεις τους και δεν φοβούνται ούτε έχουν κανέναν ενδοιασμό να προχωρήσουν σε τέτοιες ενέργειες. Από την άλλη, δεν έχουμε δει τόσο καιρό καμία σθεναρή αντίσταση από τη πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης στις πιέσεις και στις απαιτήσεις των δανειστών της χώρας. Το μόνο που έχουμε δει είναι άτακτη υποχώρηση από τις περιβόητες κόκκινες γραμμές και μία προσπάθεια της κυβέρνησης να πείσει τους Έλληνες φορολογούμενους και κυρίως όσους ανήκουν στα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα, ότι αναγκάζεται να υποχωρήσει ηρωικώς μαχόμενη, πάντα όμως για το καλό του τόπου και των φτωχότερων στρωμάτων του λαού. Να πείσει ότι όσοι έχουν ένα μηνιαίο εισόδημα ως 1.200 ευρώ μικτά, είναι πλούσιοι και άρα μπορεί να βάλει χέρι στις τσέπες τους και να αρπάξει όσα με αγώνα και στερήσεις προσπαθούν να βάλουν στην άκρη για να θρέψουν οικογένειες, παιδιά κι εγγόνια που αυτή τη στιγμή τους μαστίζει η ανεργία. Όσους μέσα από αυτά τα χρήματα προσπαθούν να πληρώσουν δάνεια, είτε δικά τους είτε των άνεργων παιδιών τους, για να σώσουν το τελευταίο που τους απέμεινε, δηλαδή ένα σπίτι που με χίλια ζόρια προσπαθούν να διατηρήσουν προσπαθώντας με ιδιαίτερη δυσκολία πλέον να πληρώνουν το δάνειό τους, για να μην δουν το σπίτι τους να καταλήγει στο πλειστηριασμό ή στα νύχια των distress funds.

Μας έχει συνηθίσει η ελληνική κυβέρνηση να στρέφει τα φτωχότερα στρώματα του ελληνικού λαού κατά αυτών των στρωμάτων που ακόμη έχουν λίγα χρήματα παραπάνω, αντί να βάλει στο χέρι όλους αυτούς τους φοροφυγάδες που αναφέρονται μέσα σε διάφορες πασίγνωστες πλέον λίστες όπως της Λαγκάρντ ή της Βεστφαλίας, που είναι γεμάτες από ονόματα πλουσίων φοροφυγάδων, τους οποίους όμως δεν αγγίζει ποτέ κανείς. Ή, στη καλύτερη περίπτωση τους χαϊδεύει και τους παρακαλάει η κυβέρνηση να δηλώσουν τα εισοδήματά που έβγαλαν κρυφά στις τράπεζες του εξωτερικού ή σε ευρωπαϊκούς φορολογικούς παραδείσους όπως είναι η Γερμανία, η Ελβετία ή το Λουξεμβούργο, μπας και φιλοτιμηθούν να τα δηλώσουν και μπορέσει το κράτος να πάρει κάποια λίγα ψίχουλα από τη φορολογία αυτού του πακτωλού χρημάτων, αντί να τα κατασχέσει όλα ως παράνομα και ως προϊόντα εγκλήματος, όπως είναι στη πραγματικότητα και όπως όφειλε να κάνει από την αρχή η «πρώτη φορά Αριστερά « κυβέρνησή μας. Όπως άλλωστε έλεγε και υποσχόταν προεκλογικά.

Αντ’ αυτού, επιχειρεί να στρέψει τους φτωχότερους Έλληνες, τον έναν εναντίον του άλλου, όπως έχουμε δει πολλές φορές να γίνεται με στόχο τους δανειολήπτες και τα κόκκινα δάνεια. Κάτι που περιμένουμε να γίνει και τώρα. Δεν θ’ αργήσει η στιγμή που και πάλι θα δούμε τα γνωστά παπαγαλάκια να ρίχνουν τα βέλη τους στους δανειολήπτες και να στρέφουν τη κοινή γνώμη κατά των ανθρώπων που πλέον αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους κι έφεραν δήθεν τις τράπεζες και την οικονομία τη χώρας σε τέτοια δεινή κατάσταση, που η κυβέρνηση είναι αναγκασμένη να αρπάζει τα διαθέσιμα των νοσοκομείων και των άλλων δημόσιων οργανισμών για να πληρώσει μισθούς και συντάξεις. Και στο τέλος θα δηλώσει ότι είναι αναγκασμένη να δεχτεί τις απαιτήσεις των δανειστών και να μειώσει ακόμη περισσότερο την ήδη μικρή προστασία που προσφέρει στους δανειολήπτες με κόκκινα δάνεια που προσπαθούν με νύχια και με δόντια να σώσουν το σπίτι τους από τις τράπεζες, τους πλειστηριασμούς, τα distress funds και τους δανειστές.

Αλλά ο κόσμος γνωρίζει πάρα πολύ καλά ότι δεν φταίνε οι δανειολήπτες για τη χρεωκοπία της χώρας, κι αν προσπαθούν διάφοροι να τους φορτώσουν την ευθύνη. Την ευθύνη έχουν οι κυβερνήσεις όλων των τελευταίων χρόνων που άφησαν τια τράπεζες να παρανομούν χωρίς να τηρούν κοινοτικές οδηγίες στη σύναψη δανείων. Την ευθύνη έχουν οι κυβερνήσεις που επέτρεπαν να δίνονται χωρίς εγγυήσεις τα θαλασσοδάνεια σε κόμματα, ανύπαρκτες ΜΚΟ και ύποπτους επιχειρηματίες που προκάλεσαν τη κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος, αλλά τώρα κυκλοφορούν ελεύθεροι.

Ας πιάσουν επιτέλους τους πραγματικούς υπεύθυνους, τους πραγματικούς οικονομικούς εγκληματίες, κι ας σταματήσουν να τα ρίχνουν όλα στους φτωχούς, του άνεργους, τους χαμηλοσυνταξιούχους και τους δανειολήπτες, οι οποίοι τελικά είναι αυτοί που πλήρωσαν και ξαναπλήρωσαν πολλές φορές τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών.