Το ένα τρίτο της καλλιεργήσιμης γης του πλανήτη έχει χαθεί λόγω διάβρωσης ή ρύπανσης

ΦΩΤΟ: ΑΡΧΕΙΟΥ

ΦΩΤΟ: ΑΡΧΕΙΟΥ

Σχεδόν το ένα τρίτο της καλλιεργήσιμης γης του πλανήτη έχει χαθεί λόγω διάβρωσης ή ρύπανσης τα τελευταία 40 χρόνια, σύμφωνα με νέα έρευνα του Πανεπιστημίου του Σέφιλντ.

Η εξέλιξη αυτή έχει δυνητικά καταστροφικές συνέπειες καθώς η παγκόσμια ζήτηση τροφίμων αυξάνεται κατακόρυφα, προειδοποιούν οι επιστήμονες. Σύμφωνα με την έρευνα, σχεδόν το 33% του εδάφους με την απαραίτητη ποιότητα για παραγωγή τροφίμων έχει χαθεί παγκοσμίως, με ταχύτητα που ξεπερνά κατά πολύ το ρυθμό των φυσικών διαδικασιών ανανέωσης του υποβαθμισμένου εδάφους.

Το συνεχές όργωμα των χωραφιών, σε συνδυασμό με τη βαριά χρήση λιπασμάτων, έχει ήδη υποβαθμίσει εδαφικές εκτάσεις σε όλο τον κόσμο, με τη διάβρωση να συμβαίνει με ρυθμό έως και 100 φορές μεγαλύτερο από την ταχύτητα σχηματισμού του εδάφους. Χρειάζονται περίπου 500 χρόνια για τη δημιουργία μόλις 2,5 εκατοστών επιφανειακού εδάφους υπό κανονικές συνθήκες, χωρίς να επιβαρύνεται η κατάσταση από ανθρώπινες δραστηριότητες. Η διάβρωση συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό λόγω της απώλειας της δομής του από τη συνεχή διαταραχή του εδάφους για τη φύτευση καλλιεργειών και τη συγκομιδή.
Όταν το χώμα εκτίθεται επανειλημμένως σε οξυγόνο και απελευθερώνει άνθρακα στην ατμόσφαιρα, χάνει την ικανότητα να αποθηκεύει νερό, το οποίο προστατεύει από πλημμύρες και παρέχει μια γόνιμη βάση για τα φυτά. Τα εδάφη υποβαθμίζονται επίσης λόγω της αποψίλωσης, ενώ είναι ευάλωτα σε ακραία καιρικά φαινόμενα που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή. Η απότομη πτώση της ποιότητας του εδάφους συμβαίνει σε μια εποχή που η ζήτηση για τρόφιμα αυξάνεται κατακόρυφα.

Υπολογίζεται ότι η παραγωγή τροφίμων θα πρέπει να αυξηθεί κατά 50% ως το 2050, προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες του προβλεπόμενου πληθυσμού των 9 δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Η αύξηση της παραγωγής είναι πιο επιτακτική στις αναπτυσσόμενες χώρες, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ.

Οι ερευνητές προτείνουν διάφορες λύσεις, όπως την ανακύκλωση θρεπτικών συστατικών από τα αποχετευτικά συστήματα, τη χρήση βιοτεχνολογίας για την απεξάρτηση των φυτών από τα λιπάσματα, και την εκ περιτροπής χρήση εδαφών από καλλιέργειες και κτηνοτροφία προκειμένου να ελαττωθεί η πίεση στην καλλιεργήσιμη γη.