ΥΠΟΙΚ: Οι εξαγγελίες του Α. Τσίπρα κοστίζουν 27,2 δισ. ευρώ!

Στα 27,2 δισ. ευρώ ανεβάζει η κυβέρνηση το συνολικό κόστος των εξαγγελιών του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα. Σε μια εκτενή ανάλυση των οικονομικών δεδομένων των προτάσεων της αξιωματικής αντιπολίτευσης προέβη το υπουργείο Οικονομικών το οποίο λέει χαρακτηριστικά:

«Οι εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν ξεκάθαρη κοστολόγηση. Μετά από ενδελεχή έλεγχο με τις υπηρεσίες προκύπτει ότι το άμεσο δημοσιονομικό κόστος των εξαγγελιών ΣΥΡΙΖΑ το οποίο επιβαρύνει το δημοσιονομικό έλλειμμα, με τις πλέον συντηρητικές εκτιμήσεις, και μόνο για το 1ο έτος, υπερβαίνει τα 17,2 δις ευρώ (και πάλι χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν το κόστος της διαγραφής ιδιωτικών χρεών) έναντι €9,362δις που διατείνεται ο ΣΥΡΙΖΑ (€11,362 δις συνολική αποτίμηση μείον €2δις για τη διαγραφή ιδιωτικών χρεών που αναλύεται ξεχωριστά). Ενδεικτικό της προχειρότητας με την οποία έχει καταρτιστεί η κοστολόγηση είναι ότι η εξαγγελία περιλαμβάνει αύξηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) κατά €4δις, τα οποία όμως στην συνέχεια παραλείπονται από την κοστολόγηση! Αυτά τα €17,2δις θα αύξαναν το έλλειμμα της χώρας κατά περίπου 9 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, σε σχέση με πλεόνασμα 1.5% σήμερα, οδηγώντας τη χώρα πίσω σε δημοσιονομική κρίση. Εάν προστεθεί και μία –μετριοπαθής- εκτίμηση κόστους €10δις για τη διαγραφή ιδιωτικών χρεών, το κόστος των εξαγγελιών ΣΥΡΙΖΑ εκτοξεύεται στα €27,2 δις ή 15 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ επιπλέον έλλειμμα».

 

Αναλυτικά, η ανακοίνωση του υπ. Οικονομικών αναφέρει:

 

Τα έτη πριν την κρίση η ελληνική οικονομία κατέγραψε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, βασισμένη στην αύξηση της εσωτερικής οικονομικής ζήτησης, χρηματοδοτούμενη με ξέφρενο εξωτερικό δανεισμό δημοσίου και ιδιωτών. Το στρεβλό αυτό οικονομικό πρότυπο οδήγησε στη γιγάντωση της εγχώριας κατανάλωσης, τη στροφή προς τομείς εξυπηρέτησης της εγχώριας αγοράς, την επιδείνωση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας, και τη συσσώρευση τεράστιων δίδυμων ελλειμμάτων (δημοσιονομικού και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών), δημόσιου και εξωτερικού χρέους. Όταν η πρόσβαση σε εξωτερικό δανεισμό διεκόπη, το μοντέλο αυτό κατέρρευσε. Έφτασε η στιγμή που η Ελλάδα πρέπει να ζει με τους δικούς της πόρους.

 

Οι εξαγγελίες οικονομικού περιεχομένου του ΣΥΡΙΖΑ της 13/9/2014 βασίζονται σε μία εσφαλμένη θεώρηση της λειτουργίας της οικονομίας και της πηγής των σημερινών προβλημάτων.

 

Η έντονη μείωση του ΑΕΠ και η μεγάλη ανεργία προέρχονται ακριβώς από τους τομείς οι οποίοι βασίζονταν στην εσωτερική ζήτηση και τα δανεικά. Ακόμα και σήμερα, μετά από 6 χρόνια ύφεσης, η ιδιωτική κατανάλωση στην Ελλάδα αποτελεί ποσοστό 70,6% του ΑΕΠ έναντι 56,7% μέσου όρου στην Ευρωζώνη. Επομένως, το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι ότι πρέπει να αυξήσει την παραγωγικότητά της και να στραφεί προς τις επενδύσεις και τις εξαγωγές. Αυτός είναι ο μόνος βιώσιμος τρόπος αύξησης των εισοδημάτων και μείωσης της ανεργίας, δεδομένου ότι εκ νέου διόγκωση της κατανάλωσης με δανεισμό δεν μπορεί να υπάρξει. Ο στόχος αυτός υπηρετείται από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις τις οποίες προωθεί η Κυβέρνηση για τον εξορθολογισμό των δομών της οικονομίας και της δημόσιας διοίκησης.

 

Με άλλα λόγια, η ελληνική οικονομία έχει πρόβλημα προσφοράς και όχι ζήτησης. Εάν η παραγωγική δυναμικότητα της οικονομίας δεν βελτιωθεί, η όποια αύξηση της ζήτησης θα μετατραπεί σε εισαγωγές και όχι ανάπτυξη. Ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει να επαναλάβουμε τα μέτρα τόνωσης της ζήτησης, αυξάνοντας την κατανάλωση και τις δαπάνες του δημοσίου, δηλαδή να επαναλάβουμε τις πολιτικές που μας οδήγησαν στην κρίση.

 

Κοινωνικά μέτρα, τα οποία παρουσιάζονται ως νέες προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, είτε εφαρμόζονται ήδη από την Κυβέρνηση (πχ. παροχή επιδόματος στέγασης, κοινωνικά τιμολόγια ΔΕΗ, περισσότερες δόσεις για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές, μείωση κόκκινων δανείων, αξιοποίηση πόρων ΕΣΠΑ), είτε είναι στο τελικό στάδιο της υλοποίησής τους.

 

Οι εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ, πέραν τη ανάγκης χρηματοδότησής τους, έχουν επιπλέον δυσμενείς παράπλευρες επιπτώσεις στις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας, μεταξύ άλλων, λόγω της απότομης φυγής κεφαλαίων από τη χώρα, της αύξησης του κόστους δανεισμού για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, του παγώματος των ιδιωτικοποιήσεων και νέων επενδύσεων από το εξωτερικό, της αρνητικής επίπτωσης στη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων, της επιβάρυνσης της κεφαλαιακής επάρκειας και της ρευστότητας των τραπεζών και της απώλειας πόρων από το ΕΣΠΑ από μία ρήξη με την ΕΕ. Η έμμεση αυτή επίπτωση στις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας θα είναι πολλές εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ της χώρας σε μόνιμη βάση. Θα ανατραπεί έτσι η προσπάθεια των τελευταίων ετών για ανάταξης της οικονομίας, θα χαθεί η ευκαιρία της ανάπτυξης που τώρα θεμελιώνουμε, και η χώρα καταδικάζεται σε δεκαετίες μαρασμού, ακόμα μεγαλύτερης ανεργίας, και περαιτέρω συρρίκνωσης του βιοτικού επιπέδου.

 

Οι εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ εμπεριέχουν μία περαιτέρω θεμελιώδη αντίφαση: ενώ οι πηγές χρηματοδότησης που επικαλούνται, στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα προκύψουν στο μακροχρόνιο διάστημα, δηλαδή μελλοντικά, οι δαπάνες τις οποίες προβλέπει το πρόγραμμα αναλαμβάνονται άμεσα. Αυτό δημιουργεί άμεσο χρηματοδοτικό κενό και την ανάγκη δανεισμού, ο οποίος όμως δανεισμός για την διεξαγωγή επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής είναι αδύνατος. Ειδικότερα, οι εκτιμήσεις εσόδων από την σύλληψη της φοροδιαφυγής δύσκολα ποσοτικοποιούνται, ορισμένα δε από τα μέτρα που εισηγείται το πρόγραμμα αντιστρατεύονται το στόχο της σύλληψης της φοροδιαφυγής. Ομοίως, και οι εκτιμήσεις εσόδων από τη ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών και ανακατανομής πόρων από το ΕΣΠΑ και το αποθεματικό του ΤΧΣ δεν τεκμηριώνονται.

 

Εφόσον εκληφθούν κυριολεκτικά οι δηλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ ότι οι προτάσεις γίνονται υπό συνθήκες ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, δηλαδή χωρίς την προοπτική του δανεισμού, τα προτεινόμενα μέτρα θα πρέπει να αντισταθμιστούν με αύξηση εσόδων από φόρους κατά περίπου €14 δις ή €2.700 κατ’ έτος ανά οικονομικά ενεργό πολίτη, χωρίς καν να λαμβάνεται υπόψιν το κόστος της διαγραφής ιδιωτικών χρεών. Οι αναφορές περί μεταφοράς του φορολογικού βάρους “στους πλουσίους” εμφανίζονται ως κενές περιεχομένου δεδομένου ότι οποιαδήποτε απόπειρα επιβολής υπέρογκων φορολογικών συντελεστών θα οδηγούσε στην αυτόματη φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό, καθώς και ότι στην Ελλάδα εισοδήματα άνω των €100.000 ετησίως δηλώνει μόλις το 0,5% των φορολογουμένων. Αναγκαστικά λοιπόν, η φορολογία θα βαρύνει όσους δηλώνουν ετήσια εισοδήματα μεταξύ €20.000-50.000, ήτοι περίπου 1.500.000 φορολογούμενους.

 

Οι εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν ξεκάθαρη κοστολόγηση. Μετά από ενδελεχή έλεγχο με τις υπηρεσίες προκύπτει ότι το άμεσο δημοσιονομικό κόστος των εξαγγελιών ΣΥΡΙΖΑ το οποίο επιβαρύνει το δημοσιονομικό έλλειμμα, με τις πλέον συντηρητικές εκτιμήσεις, και μόνο για το 1ο έτος, υπερβαίνει τα 17,2 δις ευρώ (και πάλι χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν το κόστος της διαγραφής ιδιωτικών χρεών) έναντι €9,362δις που διατείνεται ο ΣΥΡΙΖΑ (€11,362 δις συνολική αποτίμηση μείον €2δις για τη διαγραφή ιδιωτικών χρεών που αναλύεται ξεχωριστά). Ενδεικτικό της προχειρότητας με την οποία έχει καταρτιστεί η κοστολόγηση είναι ότι η εξαγγελία περιλαμβάνει αύξηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) κατά €4δις, τα οποία όμως στην συνέχεια παραλείπονται από την κοστολόγηση! Αυτά τα €17,2δις θα αύξαναν το έλλειμμα της χώρας κατά περίπου 9 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, σε σχέση με πλεόνασμα 1.5% σήμερα, οδηγώντας τη χώρα πίσω σε δημοσιονομική κρίση. Εάν προστεθεί και μία –μετριοπαθής- εκτίμηση κόστους €10δις για τη διαγραφή ιδιωτικών χρεών, το κόστος των εξαγγελιών ΣΥΡΙΖΑ εκτοξεύεται στα €27,2 δις ή 15 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ επιπλέον έλλειμμα. Η εκτίμηση αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί ως το ελάχιστο όριο, καθώς η αποφυγή παροχής αριθμητικών δεδομένων και συγκεκριμενοποίησης των προϋποθέσεων εφαρμογής ορισμένων από τα προτεινόμενα μέτρα του ΣΥΡΙΖΑ καθιστά αδύνατη την ακριβή εκτίμησή τους και, έτσι, παρατίθενται συντηρητικοί υπολογισμοί. Επιπλέον, υπάρχουν εξαγγελίες για τις οποίες δεν έγινε ξανά λόγος στη ΔΕΘ (παράδειγμα η υπόσχεση για αύξηση δαπανών προς ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας) ή παρεμβάσεις οι οποίες παραπέμπονται στο μέλλον (πχ. η «σταδιακή» επαναφορά των χαμηλών συντάξεων) οι οποίες θα εκτίνασσαν το κόστος. Επειδή αρκετές από τις παρεμβάσεις επεκτείνονται στο διηνεκές, η σωρευτική επίδραση στο χρέος, η οποία θα είναι πολλαπλάσια της αρχικής επίδρασης.

 

Τέλος, πέραν από την επίπτωση των μέτρων στο δημοσιονομικό έλλειμμα, υπάρχει και άμεσο δημοσιονομικό κόστος από τη διαγραφή ιδιωτικών χρεών. Αυτή δύναται να επιβαρύνει το δημόσιο χρέος κατά 5 με 10 μονάδες του ΑΕΠ (€10-20 δις), ανάλογα με την τελική έκβαση της ρύθμισης.

 

Συμπερασματικά, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ βασίζεται σε λάθος συνταγή και ανατρέπει την προσπάθεια σταθεροποίησης της οικονομίας. Δεν λύνει προβλήματα, ενώ δημιουργεί νέα. Οδηγεί στην απώλεια αξιοπιστίας, είτε σε νέο δανεισμό με υψηλό κόστος είτε σε νέα φορολόγηση της μεσαίας τάξης, στην επιδείνωση του χρηματοοικονομικού συστήματος, στη φυγή των κεφαλαίων από τη χώρα μας και σε ρήξη με τους εταίρους μας. Ακόμα και με την τιμολόγηση του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ για τουλάχιστον €11,3δισ. κόστος, θα βρεθούμε απέναντι στις αγορές, που θα ζητούν δυσθεώρητα επιτόκια για να δανείσουν τη χώρα, απέναντι στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία θα κλείσει την κάνουλα της φτηνής χρηματοδότησης, και απέναντι στους ευρωπαίους εταίρους μας που, στην πιο αισιόδοξη περίπτωση, θα δυσχεράνουν την απορρόφηση των πόρων του ΕΣΠΑ. Η ανεργία θα αρχίσει πάλι να αυξάνεται, και η νεολαία θα αναζητεί με ακόμα μεγαλύτερη σπουδή την τύχη της στο εξωτερικό. Οι προοπτικές της χώρας θα επιδεινωθούν.