ΕΚΚΊΝΗΣΗ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΙΑΝΟ

FYROM
Αθήνα,  11 Ιανουαρίου 2018

Η διαφορά της χώρας μας με την FYROM, η διαδικασία επίλυσής της αλλά και οι εναλλακτικές λύσεις έχουν οριοθετηθεί από την ενδιάμεση συμφωνία του 1995. Το κοινά αποδεκτό αυτό πλαίσιο, ουσιαστικά προβλέπει την εγγύηση εδαφικής ακεραιότητας της FYROM (μέσω της συμμετοχής της στο ΝΑΤΟ, όπως έχει η ίδια ζητήσει στην συνέχεια) και ως προϋπόθεση παροχής της εγγύησης αυτής την αλλαγή της συνταγματικής ονομασίας της, ώστε να μην υποδηλώνει αλυτρωτικές/επεκτατικές βλέψεις εις βάρος της Ελλάδας. Η προώθηση της λύσης επιχειρείται μέσω διαπραγμάτευσης με μεσολάβηση του Ο.Η.Ε..

Από την σύναψη της ενδιάμεσης συμφωνίας μέχρι σήμερα, η FYROM έχει αποφύγει να υποβάλλει  πρόταση «σύνθετης ονομασίας κοινής αποδοχής». Δηλώνοντας προσφάτως ότι θα θέσει την όποια νέα συνταγματική ονομασία της συμφωνηθεί στην μεσολάβηση σε έγκριση μέσω δημοψηφίσματος. Η αξίωση αυτή επιβάλλεται να απορριφθεί πριν την συνέχιση της διαπραγμάτευσης. Και η πλευρά μας σε ανταπόδοση να επαναλάβει ότι έχει κάθε διάθεση να τιμήσει τα όσα έχουν συμφωνηθεί.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, δημόσιες δηλώσεις κομμάτων μας ή στελεχών τους και άλλων παραγόντων του κατεστημένου μας περί μη συμφωνίας τους με το πλαίσιο της ενδιάμεσης συμφωνίας του 1995 αποσταθεροποιούν τα πράγματα στο εσωτερικό, καταρρακώνουν το κύρος στο εξωτερικό και αποδυναμώνουν την ελληνική θέση.

Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να προσέλθει στην διαμεσολαβητική διαδικασία με δική της πρόταση ονομασίας ώστε, εάν αυτή δεν γίνει δεκτή, να αξιώσει, επί τέλους, συγκεκριμένη εναλλακτική πρόταση από την άλλη πλευρά. Και σε περίπτωση μη ανταπόκρισης να διακόψει την διαπραγμάτευση.

Σ’ αυτή την γραμμή πλεύσης πάντα, είναι απαραίτητη η σύγκληση του Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για συμφωνία σε πρόταση ονόματος την οποία θα υποβάλλουμε στην πρώτη επανάληψη της διαπραγμάτευσης. Η ίδια διαδικασία θα επαναλαμβάνονταν μόνο σε περίπτωση επίτευξης συμφωνίας για την πιστοποίηση συμβατότητας της λύσης με τους όρους της ενδιάμεσης συμφωνίας.

Ασφαλώς και γύρω από το θέμα αυτό είναι καλό να αναπτύσσεται δημόσιος διάλογος ώστε να διατυπώνονται ανοιχτά και να ακούγονται καθαρά όλες οι απόψεις. Και είναι απολύτως απαράδεκτη η βία, κάθε μορφής, η οποία περιορίζει τον λόγο και τον αντίλογο. Πρόσθετη αξία αποκτά ο δημόσιος αυτός διάλογος, εφ’ όσον διαθέτει και βάση συνεννόησης:
– αντιμετωπίζουμε ένα, εν δυνάμει, πρόβλημα εθνικής ασφάλειας και όχι μια σύγκρουση εθνικισμών. Δεν δεχόμαστε ένα fail state στα βόρεια σύνορά μας και έναν fail partner στο ΝΑΤΟ.
– «σύνθετη ονομασία κοινής αποδοχής» καλούνται να βρουν η Ελληνική Δημοκρατία και η FUROM και όχι εμείς, οι έλληνες πολίτες μεταξύ μας. Δεν αντιμαχόμαστε για τις (θεμιτές κατά τα άλλα) διαφορετικές μας προτιμήσεις. Άλλος δρόμος για την επίλυση της διαφοράς μας με την FYROM δεν υπάρχει. Κινήσεις εντυπωσιασμού, ψηφοθηρίας και εξυπηρέτησης μικρών συμφερόντων πρέπει να εγκαταλειφθούν και να καταδικαστούν απερίφραστα. «Σύνθετες ονομασίες κοινής αποδοχής» υπάρχουν, αναζητείται προσωπικό άξιο να τις κερδίσει.