Εμποροι: «Καλά αλλά λίγα» τα μέτρα για τη ρύθμιση οφειλών

Οι διατάξεις για ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών σε Δημόσιο και Ταμεία είναι θετικές αλλά δεν αρκούν για την καταπολέμηση των χρόνιων παθογενειών της πραγματικής οικονομίας, εκτιμά η Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας και επισημαίνει τις 10 βασικές εκκρεμότητες που συνιστούν πάγια αιτήματα του εμπορικού κόσμου και οι οποίες ευελπιστεί πως θα αποτελέσουν άμεσες νομοθετικές πρωτοβουλίες για να συμπληρώσουν θετικά το υφιστάμενο πλαίσιο στην κατεύθυνση της αποτελεσματικότητας και της δικαιοσύνης.

 

Οι εκκρεμότητες αυτές έχουν ως εξής:

 

  1. Μη πρόβλεψη επιβράβευσης των συνεπών φορολογουμένωνμέσω π.χ. ενός ποσοστού απομείωσης (παροχής bonus) του επικείμενου φόρου. Ό,τι επιβάλλεται ως ποινή για τους μη συνεπείς φορολογουμένους (πχ. 3% ετησίως για τις 100 δόσεις) να δίνεται αντίστοιχα ως bonus έκπτωσης στους συνεπείς φορολογούμενους.
  2. Πλήρης απουσία θέσπισης εισοδηματικών κριτηρίων, όσον αφορά στο ανώτατο ποσό οφειλής που καλείται να καταβάλλει ο υπόχρεος. Θα έπρεπε να αποτελεί βασική προτεραιότητα η κατοχύρωση του μηνιαίου εισοδήματός τους (20% ή 30%).
  3. Η επιβολή προληπτικού φόρου 26% στις συναλλαγές των επιχειρήσεων με μη συνεργάσιμα κράτη ή με κράτη που έχουν προνομιακό φορολογικό καθεστώς (φορολογικός συντελεστής χαμηλότερος του 13%) και η επιστροφή του προκατεληφθέντος φόρου εντός τριμήνου από το κράτος σε περίπτωση νομιμότητας των συναλλαγών, συνιστά μία διάταξη, η οποία επιδεινώνει περαιτέρω την ήδη συρρικνωμένη ταμειακή ρευστότητα των επιχειρήσεων και δε συνάδει με το πνεύμα προώθησης του εγχώριου επιχειρείν.
  4. Τα ληφθέντα δάνεια του ΤΕΜΠΜΕ με την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου δεν μπορούν να ενταχθούν στα «κόκκινα δάνεια», αλλά -υπό μία ευρεία αλλά βασική έννοια- δεν παύουν να αποτελούν υποχρεώσεις προς το Δημόσιο, καθώς όταν καλυφθεί η εγγύηση, το Δημόσιο είναι αυτό που θα κληθεί να λάβει όλα τα αναγκαστικά μέτρα κατά του επιχειρηματία για την αποπληρωμή του δανείου. Για το λόγο αυτό, προτείνεται η ένταξη των συγκεκριμένων δανείων στη ρύθμιση των 100 δόσεων, κατόπιν αίτησης του οφειλέτη και συνεργασία των 3 μερών (Δημοσίου, επιχειρηματία, τράπεζας).
  5. Η ένταξη του υπόχρεου σε προηγούμενη ρύθμιση οδηγεί σε αποκοπή από την ρύθμιση των 100 δόσεων, όταν υπάρχει δέσμευση λογαριασμού. Οι τράπεζες αρνούνται να αναπροσαρμόσουν το ποσό της δέσμευσης στο νέο (χαμηλότερο) επίπεδο, επικαλούμενες ΠΟΛ και υπουργικές αποφάσεις που ίσχυαν για τις προηγούμενες ρυθμίσεις. Πρέπει άμεσα να αναπροσαρμοστεί το υφιστάμενο πλαίσιο προκειμένου να επιτραπεί στις Τράπεζες ο περιορισμός της δέσμευσης λογαριασμού στο νέο ποσό δόσης που προκύπτει, ώστε να μπορούν οι επιχειρήσεις να χρησιμοποιήσουν απρόσκοπτα την ρύθμιση των 100 δόσεων.
  6. Επανενεργοποίηση των περίπου 240.000 ανενεργών οφειλετών του ΟΑΕΕ, μέσω της υπαγωγής τους στη χαμηλότερη ασφαλιστική κατηγορία με την ταυτόχρονη υποχρέωση καταβολής των τρεχουσών εισφορών.
  7. Καθιέρωση μίας «πραγματικής» κεφαλαιοποίησης των μέχρι σήμερα – ληξιπρόθεσμων οφειλών των ασφαλισμένων, η οποία θα περιλαμβάνει και οφειλές που υπερβαίνουν τα 20.000 ευρώ(κύρια οφειλή + προσαυξήσεις). Ταυτόχρονα, η απουσία πρόβλεψης για την επέκταση των μηνιαίων δόσεων-παρακρατήσεων αποπληρωμής, οι οποίες με βάση το υφιστάμενο καθεστώς ανέρχονται στις 40, στερεί την προοπτική διεξόδου σε ασφαλισμένους, που παρότι πληρούν τις προϋποθέσεις δεν μπορούν, λόγω υψηλών οφειλών, να συνταξιοδοτηθούν.
  8. Δεν έχει προχωρήσει η μετατροπή της διαρκούς οφειλής σε πραγματικό ασφαλιστικό χρόνο, η οποία ενώ δεν συνεπάγεται κόστος για τον ΟΑΕΕ είναι ευεργετική για τον ασφαλισμένο, καθώς θα εισπράξει την αναλογία των εισφορών που έχει καταβάλλει στον ΟΑΕΕ, ενώ τα οφειλόμενα θα συνυπολογιστούν στις απολαβές της σύνταξης.
  9. Χρήζει ριζικής αναδιάρθρωσης ή ακόμη και ολικής απαλοιφής το άρθρο 31 του κειμένου του νομοσχεδίου περί αλληλέγγυας, προσωπικής και εις ολόκληρον ευθύνη των εκπροσώπων και των λοιπών νομικών προσώπων των ΑΕ και ΕΠΕ που χρωστάνε ασφαλιστικές εισφορές, πρόσθετα τέλη, προσαυξήσειςκαι λοιπές επιβαρύνσεις στους φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη συνιστά έναν έντονα αποτρεπτικό παράγοντα ανάληψης οποιασδήποτε επενδυτικής και επιχειρηματικής πρωτοβουλίας.
  10. Έκπτωση του ΦΠΑ της κάθε απόδειξης από το εισόδημα, ως κίνητρο στους καταναλωτές των προϊόντων και των υπηρεσιών, για να συγκεντρώνουν όσο το δυνατόν περισσότερες αποδείξεις.