Επιστρέφονται αναδρομικά από 2.500 έως 15.000 ευρώ στους δικαστικούς

ΦΩΤΟ: ΑΡΧΕΙΟΥ

ΦΩΤΟ: ΑΡΧΕΙΟΥ

Την επιστροφή και αναδρομικά των επιπλέον φόρων που πλήρωσαν κατά τα τελευταία τρία έτη οι δικαστικοί, λόγω μη συνυπολογισμού της φοροαπαλλαγής του 25% των ακαθάριστων αποδοχών τους που κέρδισαν στο Μισθοδικείο, προβλέπει εγκύκλιος που απέστειλε στις ΔΟΥ όλης της χώρας ο γενικός γραμματέας Δημοσίων Εσόδων, κύριος Γιώργος Πιτσιλής.
Αυτό οφείλεται επειδή με δύο αποφάσεις του (τις αριθ. 89/2013 και 6/2015) το Ειδικό Δικαστήριο της παρ. 2 του άρ. 88 του Συντάγματος (Μισθοδικείο), έκρινε ότι ο οφειλόμενος φόρος εισοδήματος δικαστικών λειτουργών που προσέφυγαν, πρέπει να υπολογιστεί μετά την αφαίρεση ποσοστού 25% από τις ακαθάριστες αποδοχές τους (εν ενεργεία και συντάξιμων), λόγω της εξίσωσης των εισοδημάτων των δικαστικών με την –απαλλασσόμενη κατά το 25% από φόρους- βουλευτική αποζημίωση.

 

Έκτοτε, όπως είχε αποκαλύψει πριν μισό μήνα το ΘΕΜΑ, είχε υπάρξει κύμα προσφυγών εκ μέρους των δικαστικών στις εφορίες, για να επαναϋπολογιστεί ο φόρος και η έκτακτη εισφορά που κατέβαλαν από τη χρήση του 2014 και μετά.

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, πολλές ΔΟΥ απέφευγαν να δώσουν απάντηση στα αιτήματα και, αφού παρήλθαν 3 μήνες άπρακτοι, στη συνέχεια προσέφευγαν μαζικά στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, που έκανε δεκτή την αίτηση και έδινε εντολή στις εφορίες να επιστρέψουν χρήματα στους φορολογουμένους. Στις περισσότερες από τις περιπτώσεις αυτές, το ποσό που θα πρέπει να πάρουν από την εφορία κυμαίνεται από 2.500 έως και 15.000 ευρώ ο καθένας.
«Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω και προκειμένου να αποφευχθεί άσκοπη επιβάρυνση των δικαστηρίων και ταλαιπωρία των πολιτών», η εγκύκλιος Πιτσιλή αναφέρει πως οι υπηρεσίες της ΓΓΔΕ θα προβούν σε νέα εκκαθάριση, υπολογίζοντας τον οφειλόμενο φόρο εισοδήματος μετά την αφαίρεση ποσοστού 25% από τις ακαθάριστες αποδοχές τους (εν ενεργεία και συντάξιμες). Το τυχόν αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό επιστρέφεται λαμβάνοντας υπόψη και τις διατάξεις περί παραγραφής.

Όπως αναφέρει η ίδια απόφαση, η επιστροφή των χρημάτων είναι επιβεβλημένη επειδή οι οι αποφάσεις του Μισθοδικείου είναι αμετάκλητες και δεσμευτικές για τη Διοίκηση ως προς το νομικό ζήτημα που επιλύουν.
Επισημαίνει δε πως «σε διάφορες υπηρεσίες κατατέθηκαν πολλαπλά αιτήματα δικαστικών λειτουργών, εν ενεργεία αλλά και συνταξιούχων, οι οποίοι αιτούνται οι αποδοχές και συντάξεις τους να τύχουν της ίδιας ως άνω φορολογικής μεταχείρισης με αυτών που προσέφυγαν και που δικαιώθηκαν από το Μισθοδικείο με τις ανωτέρω αποφάσεις».