Financial Times: Ενδείξεις ανάκαμψης για την Ελλάδα

Στις ενδείξεις που υπάρχουν ότι η ελληνική οικονομία αρχίζει να ανακάμπτει, αλλά και στα εμπόδια που πρέπει να ξεπερασθούν για να γίνει βιώσιμη η ανάπτυξή της, αναφέρεται η εφημερίδα Financial Times σε αφιέρωμά της με σειρά άρθρων.

 

Σε άρθρο με τίτλο «Ενδείξεις ανάκαμψης για την Ελλάδα μετά από χρόνια πόνου», η εφημερίδα αναφέρει ότι φέτος αναμένεται θετικός ρυθμός ανάπτυξης, που θα επιταχυνθεί το 2015, καθοδηγούμενος από τη μεγάλη άνοδο του τουριστικού τομέα, την αναθέρμανση των έργων υποδομών που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ και την αύξηση των δανείων από τις πρόσφατα ανακεφαλαιοποιημένες τράπεζες.

 

Στο ίδιο άρθρο σημειώνεται: «Η επιτυχής επιστροφή της Ελλάδας στις διεθνείς κεφαλαιαγορές τον Απρίλιο έχει ενισχύσει την εμπιστοσύνη στις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της χώρας, ενθαρρύνοντας τα επενδυτικά ταμεία αντιστάθμισης κινδύνου (hedge funds) και εταιρείες επιχειρηματικών συμμετοχών να παρακολουθούν στενότερα τις ελληνικές εταιρείες που άντεξαν στην κρίση. Τα στοιχεία του κρατικού προϋπολογισμού στο πρώτο 5μηνο δείχνουν ότι τα έσοδα κινούνται εντός του φετινού στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ. Αυτό δείχνει ότι η βελτίωση στην είσπραξη των φόρων συνεχίζεται, παρά το ότι μία μικρή ομάδα Ελλήνων που έχουν πολιτικές διασυνδέσεις είναι ακόμη σε θέση να αποφεύγουν να πληρώνουν το σύνολο των φορολογικών τους υποχρεώσεων».

 

Ωστόσο, προσθέτει η εφημερίδα, πρέπει να ξεπεραστούν περισσότερα εμπόδια πριν μπορέσει η Ελλάδα να ισχυριστεί ότι κινείται προς μία βιώσιμη ανάκαμψη. Το πρώτο εμπόδιο είναι οι ασκήσεις αντοχής (stress tests), στις οποίες θα υποβάλει φέτος τις τράπεζες της Ευρωζώνης η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), οι οποίες αναμένεται να δώσουν μία ακριβή εικόνα των μη εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων, να ξεκαθαρίσουν τη συζήτηση που γίνεται από καιρό σχετικά με τις ανάγκες ανακεφαλαιοποίησής τους και να οδηγήσουν σε διαγραφές προβληματικών δανείων σε μία κλίμακα που θα εμποδίζει εταιρείες «ζόμπι» να αντλούν κεφάλαια που χρειάζονται οι υγιείς επιχειρήσεις για την ανάπτυξή τους.

 

Το δεύτερο εμπόδιο είναι οι διαπραγματεύσεις με την ΕΕ και το ΔΝΤ για την ελάφρυνση του χρέους. Αυτές, σημειώνει η εφημερίδα, γίνονται πιο πολύπλοκες από τις διαφορές απόψεων που υπάρχουν σχετικά με το αν θα πρέπει να προσφερθεί στην Ελλάδα ακόμη ένα «κούρεμα» του χρέους της, επιπλέον αυτού που έγινε το 2012, ή να υπάρξει συμφωνία με βάση την πρόταση για τη μείωση του επιτοκίου και μία επιμήκυνση του χρόνου λήξης του χρέους.

 

Μία τρίτη ανησυχία σύμφωνα με το δημοσίευμα, για τον Πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά είναι η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας τον ερχόμενο Φεβρουάριο που θα διαδεχθεί τον Κάρολο Παπούλια. «Εάν το κοινοβούλιο δεν μπορέσει να εκλέξει Πρόεδρο με την απαιτούμενη πλειοψηφία των τριών πέμπτων, θα πρέπει να γίνουν γενικές εκλογές, οι οποίες θα οδηγούσαν, σύμφωνα με τις προβλέψεις των δημοσκόπων, στον σχηματισμό μίας άλλης κυβέρνησης συνασπισμού. Αυτό θα καθυστερούσε την ολοκλήρωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που στοχεύουν στην ενίσχυση του ανταγωνισμού και να καταστήσουν την Ελλάδα πιο ελκυστική για τους επενδυτές», αναφέρει η εφημερίδα. Επιπλέον, θα πρέπει να αντιμετωπισθεί το πολιτικά ευαίσθητο ζήτημα ενός νέου πακέτου για την Ελλάδα μετά το τέλος του τρέχοντος προγράμματος από την ΕΕ στο τέλος της φετινής χρονιάς, αν και το ΔΝΤ θα συνεχίσει να εκταμιεύει επιπλέον 16 δισεκ. ευρώ τους επόμενους 18 μήνες.

 

Σε άλλο άρθρο της εφημερίδας, σημειώνεται ότι το ΔΝΤ εξέφρασε, για πρώτη φορά μετά τον εκτροχιασμό του προγράμματος το 2011, συγκρατημένη αισιοδοξία για τις προοπτικές της Ελλάδας, αναφέροντας την «εξαιρετικά μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή» της χώρας και την επιστροφή της στις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Το διψήφιο ποσοστό ελλείμματος του προϋπολογισμού έγινε πρωτογενές πλεόνασμα μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια, χάρη στις δρακόντειες περικοπές δαπανών και την πρωτοφανή ώθηση για την είσπραξη των φορολογικών εσόδων.

 

«Η ελληνική οικονομία προβλέπεται να αναπτυχθεί με ρυθμό 0,4% έως 0,6% εφέτος, μετά από έξι έτη συρρίκνωσης, αλλά ορισμένοι αναλυτές πιστεύουν ότι μία τουριστική χρονιά-ρεκόρ μπορεί να οδηγήσει σε έναν ρυθμό ανάπτυξης 0,9% έως 1%. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι καταναλωτές μπορεί σταδιακά να ανακτούν την εμπιστοσύνη, Η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε 0,7% φέτος στο πρώτο τρίμηνο, η πρώτη τριμηνιαία αύξηση για περισσότερο από 4 χρόνια. Οι λιανικές πωλήσεις αυξήθηκαν 7,3% σε όγκο τον Απρίλιο, η ισχυρότερη αύξηση για περισσότερο από δύο χρόνια, καθώς οι Έλληνες αγόραζαν την περίοδο του Πάσχα στα σούπερ μάρκετ και στα καταστήματα ρούχων. Ο δείκτης επιχειρηματικής εμπιστοσύνης έφθασε σε υψηλό 6 ετών τον Ιούνιο, με τις τράπεζες να καταγράφουν αυξημένη ζήτηση δανείων από επιχειρήσεις στους τομείς προσανατολισμένους στην ανάκαμψη, όπως της ενέργειας και των υποδομών. Η εποχικά προσαρμοσμένη ανεργία παραμένει υψηλά στο 26,8%, αλλά μειώθηκε από το ρεκόρ 27,8% του περασμένου Σεπτεμβρίου», σημειώνει το δημοσίευμα. Ωστόσο, προσθέτει το άρθρο, είναι ασαφές αν η Ελλάδα μπορεί να επιτύχει διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης περίπου του 3%, που απαιτούνται για να αυξήσει το πρωτογενές πλεόνασμά της στο 4,5% του ΑΕΠ το 2016 και να επιτύχει μία ουσιαστική μείωση στο διογκωμένο δημόσιο χρέος της.

 

Σε άλλο άρθρο της εφημερίδας με τίτλο: «Οι ελληνικές μεταρρυθμίσεις απέχουν ακόμη από μία νίκη επί των παλαιών συνηθειών», υποστηρίζεται ότι οι μεταρρυθμίσεις, όπως η εξάλειψη του φαινομένου των συντάξεων που δίνονταν σε πεθαμένους και η καταστολή της φοροδιαφυγής, βρίσκονται στον πυρήνα του προγράμματος εκσυγχρονισμού, στο οποίο έχει βασισθεί η Ελλάδα μετά το πρώτο πρόγραμμα διάσωσής της τον Μάιο του 2010.

 

«Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί», τονίζει η εφημερίδα, «ότι αν κλονισθούν αυτές οι προσπάθειες, εξ αιτίας μίας αποτυχίας να αναθεωρηθούν παρασιτικές συμπεριφορές και συμπεριφορές δυσπιστίας έναντι του κράτους που χρονολογούνται από τις πρώτες ημέρες της ανεξαρτησίας τη δεκαετία του 1830, ο πόνος και τα δεινά που υπέστη η ελληνική κοινωνία τα τελευταία πέντε χρόνια δεν θα άξιζαν τον κόπο». Διότι, προσθέτει το άρθρο, η ελληνική κρίση ήταν πάντα κάτι πολύ περισσότερο από τις δυσθεώρητες αποδόσεις των κρατικών ομολόγων, τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα, τις άκαμπτες αγορές εργασίας και τη συμπεριφορά τύπου καρτέλ επιχειρήσεων και επαγγελματικών ομάδων του ιδιωτικού τομέα. Επρόκειτο, συνεχίζει το άρθρο, για τις κοινωνικές συμπεριφορές, τον σεβασμό του νόμου και την ανάγκη μίας καλύτερης σχέσης μεταξύ των πολιτών και του κράτους.