Περί ΑΟΖ και ελληνοτουρκικών..

Του Δημήτρη Γ. Τσιολχά*

Παρακολουθεί αμήχανος ο ελληνικός λαός, τα όσα διαδραματίζονται γύρω από την Κυπριακή ΑΟΖ και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις τις τελευταίες μέρες και δίχως να αντιλαμβάνεται μάλλον το διακύβευμα. Σε ένα βαθμό, ίσως να είναι δικαιολογημένη η αμηχανία και η άγνοια των επερχόμενων κινδύνων. Όμως σε κάποιο βαθμό, πολλά από τα ρεπορτάζ στα ΜΜΕ, είναι προϊόν υπερβολής αλλά και επικίνδυνης άγνοιας για την ουσία των προβλημάτων. Δυστυχώς, και ο μέχρι τώρα χειρισμός του συγκεκριμένου θέματος από την απερχόμενη πλέον κυβέρνηση είναι τραγικά αναποτελεσματικός και ακατάλληλος.

Το τουρκικό γεωτρύπανο Φατίχ (το δεύτερο γεωτρύπανο Γιαβούζ ξεκίνησε σήμερα με κατεύθυνση την θαλάσσια περιοχή των Κατεχόμενων εδαφών της Κύπρου και εντός της Κυπριακής ΑΟΖ) εισήλθε εντός της Κυπριακής ΑΟΖ και πραγματοποίησε κάποιου είδους γεώτρηση. Η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, δια του κυβερνητικού εκπρόσωπου της, δήλωνε δημόσια πως δέχεται “θαλάσσια εισβολή” ενώ ο υπουργός Άμυνας της Ελλάδας δήλωνε σε ΜΜΕ, πως δεν θεωρεί πιθανό ένα θερμό επεισόδιο. Η δε ελλαδική κυβέρνηση, μετά από περίοδο αφασίας, συγκαλεί δια του πρωθυπουργού της το ΚΥΣΕΑ σε χώρο ακατάλληλο από τον προβλεπόμενο, ξεκάθαρα για προεκλογικούς επικοινωνιακούς λόγους. Λίγο αργότερα, ο Υπουργός Άμυνας, εθεάθη με καλοκαιρινή ανάλαφρη ενδυμασία να απολαμβάνει τα ψαράκια του στον Σχοινιά. Τραγέλαφος.

Έτσι λοιπόν, η κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου, έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους στην Ε.Ε. και στις ανακοινώσεις που θα εκδίδει, σύμφωνα με τις οποίες θα καταδικάζει τις τουρκικές ενέργειες.Πάντως, στη Σύνοδο Κορυφής σήμερα, θα εξεταστεί και η υιοθέτηση μέτρων έναντι της Τουρκίας, όσο αυτή επιμένει στις παράνομες δραστηριότητες της στην Κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και στην ελληνική Υφαλοκρηπίδα. Ωστόσο, βασικό ερώτημα παραμένει, αν ο Λευκός Οίκος και οι ΗΠΑ, θα εξακολουθούν δηλαδή να υποστηρίζουν την Κύπρο και θα προειδοποιήσουν τον Ερντογάν να μην προβεί σε έρευνες μεταξύ Καστελλόριζου και Κύπρου.

Βέβαια, πρέπει να επισημάνουμε πως δεν πρόκειται να γίνει πόλεμος και η Ελλάδα δεν υπάρχει περίπτωση να κάνει πρώτη, κάποια επιθετική ενέργεια. Αυτό είναι σαφές μάλλον για διάφορους λόγους και παρακάτω παραθέτουμε τους κυριότερους:

  • Η Τουρκία έχει απολέσει τους καλύτερους και πιο εκπαιδευμένους αξιωματικούς τους, στις διώξεις που ακολούθησαν μετά το Πραξικόπημα του 2016 ενώ βέβαιο είναι πως υπάρχουν πολλοί λιγότεροι πιλότοι  και μάλιστα έμπειροι στην Τουρκική Πολεμική Αεροπορία.
  • Η Ελλάδα για πρώτη φορά στην ιστορία της, έχει στο πλευρό της ισχυρούς συμμάχους σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο ασφαλώς, όπως το Ισραήλ, την Αίγυπτο, την Γαλλία και μάλλον και τις ΗΠΑ. 
  • Η Ελλάδα είναι μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ ενώ η Τουρκία είναι το χειρότερο μέλος του ΝΑΤΟ και έχει ως σύμμαχους την Ρωσία, το Ιράν και τον Μαδούρο.
  • Η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας παρά όλα τα δομικά προβλήματα της, έχει μόνο ευοίωνες προοπτικές κάτι που αποτυπώνεται στο Χρηματιστήριο και στην αγορά κρατικών ομολόγων. Το εντελώς αντίθετο, συμβαίνει για την τουρκική οικονομία. 

Κλείνοντας, πρέπει να επιστήσουμε την προσοχή όλων, πως η Ελλάδα και ο ελληνισμός διανύουν ίσως την κρισιμότερη περίοδο εδώ και πολλές δεκαετίες, έχοντας μια πολιτική ηγεσία να τελεί υπό δημιουργική ασάφεια και αφασία. Η ίδια διαπίστωση έχει ισχύ και για την ελληνική κοινωνία. Αυτά είναι μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά της κατά τις τελευταίες δεκαετίες και η κλιμάκωσή τους δυστυχώς είναι βαθμιαία. Για τους λόγους αυτούς, πρέπει να επισημάνουμε επίσης, ότι είμαστε άξιοι της μοίρας μας.

Ο Δημήτρης Γ. Τσιολχάς είναι πτυχιούχος πολιτικών επιστήμων του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και αναλυτής πολιτικών & αμυντικών θεμάτων.