Σίσσυ Σιγιουλτζή-Ρουκά “Υπεύθυνα” για το Α’ Δημοτικό Διαμέρισμα Θεσσαλονίκης

γράφει η Σίσσυ Σιγιουλτζή-Ρουκά* |

Καλημέρα! Στη Γαλλία λέμε bonjour όλη μέρα!

Για εσένα είμαι η Σίσσυ. Για τους τύπους της κάλπης είμαι η Οσία Σιγιουλτζή-Ρουκά.

Συνυποψήφια Κοινοτική Σύμβουλος στο Α’ Δημοτικό Διαμέρισμα Θεσσαλονίκης με το συνδυασμό του Νίκου Ταχιάου Θεσσαλονίκη Υπεύθυνα.

Φιλόλογος, λογοτέχνης, συγγραφέας, ραδιοφωνική παραγωγός, γυναίκα της επικοινωνίας των γραμμάτων, των τεχνών και του πολιτισμού, λάτρης της αισθητικής κουλτούρας. Ρομαντική, ευγενής, με χαμόγελο, ευαίσθητη, ιδεαλίστρια, εργατική, τυπική, αφοσιωμένη, δημιουργική, επαναστάτρια, ανοιχτόμυαλη, σκληρή εκεί που πρέπει και όσο πρέπει, δίκαιη, αγωνίστρια, διορατική, φίλη, κόρη, αδελφή, μάνα και σύζυγος.

Εσύ που με ξέρεις καλά, αναρωτιέσαι τι έπαθα και αποφάσισα να μπλέξω με την πολιτική; Τι μου συμβαίνει; Έχουν οι καλλιτέχνες χρώματα;

Κι εγώ σου απαντώ πως δεν αντέχω άλλο! Δεν αντέχω να ζω στο ιστορικό κέντρο της πόλης μου, της Θεσσαλονίκης και να βλέπω την αδιαφορία γύρω μου. Δεν αντέχω να βλέπω συντοπίτες μου να θέλουν να εμπλακούν στην πολιτική για να βγάλουν λεφτά.  Δεν ανέχομαι άλλο αυτή την κοινωνία του καταναλωτισμού, στην οποία υπάρχει μια επίφαση ευημερίας, ενώ υποκρύπτεται η έκπτωση των αξιών, το ξεπούλημα των πάντων για το κέρδος, η αλλοτρίωση. Γνωρίζω πως «κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ», όμως ο αγώνας μέσα από τη στοχευμένη προσπάθεια γεννά την ελπίδα, πως κάποτε θα σταματήσει το κακό και  πως θα ‘ρθουν οι καλύτερες μέρες. Μέρες ευοίωνες και πρόσφορες, με αξιοκρατία στα γράμματα, τις τέχνες και τον πολιτισμό, με αγάπη στην παράδοση, με σεβασμό στην αισθητική, με εκσυγχρονισμό και καινοτόμες εφαρμογές προς όφελος των πολιτών στον αγώνα της καθημερινής επιβίωσης με αξιοπρέπεια.

Θέλω να προσφέρω αυτό που λείπει από την πόλη μου!

Γιατί Δεν περνά μέρα που να μην σκέφτομαι όσα γράφει ο Μανόλης Αναγνωστάκης: “Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ. Στην οδό Αιγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά! Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών, Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως. Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε. Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε. Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται, Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε. Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες, Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες. Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα. Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους. Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών – εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται. Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως -εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν-. Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής (Σεφέρης). Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές. Η Ελλάς των Ελλήνων”. (συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή Ο Στόχος – 1970).

Μπορώ και Θέλω να προσφέρω στην πόλη μου αυτά που της χρειάζονται! Γιατί εδώ είναι ο τόπος μου, η ζωή μου ολόκληρη, οι ρίζες μου και θέλω να ανθίζουν!

*Σίσσυ Σιγιουλτζή-Ρουκά ΜΑ, ΒΑ, φιλόλογος – συγγραφέας – ραδιοφωνική παραγωγός