Στίγκλιτς: Η τελευταία πράξη της Ευρώπης το Grexit;

Μπορεί κάποιοι στην Ευρώπη, ιδίως στη Γερμανία, να μοιάζουν να αδιαφορούν για το σενάριο εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη, ωστόσο η αυταρέσκεια αυτή υποτιμά σημαντικά τόσο τους τρέχοντες όσο και τους μελλοντικούς κινδύνους που ελλοχεύουν, εκτιμά ο νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς.

 

«Οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνεχίζουν να παίζουν ένα παιχνίδι μικροπολιτικής απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση» ξεκινά το άρθρο του βραβευμένου οικονομολόγου, ο οποίος επισημαίνει πως η Ελλάδα έχει εκπληρώσει τις απαιτήσεις των πιστωτών της κατά πολύ περισσότερο από το ήμισυ.

 

Ωστόσο, η Γερμανία και οι υπόλοιποι πιστωτές της Ελλάδας συνεχίζουν να απαιτούν από τη χώρα να προσυπογράψει ένα πρόγραμμα που έχει αποδειχθεί αποτυχημένο, και που λίγοι οικονομολόγοι θεώρησαν ποτέ πως θα μπορούσε ή θα έπρεπε να εφαρμοστεί, παρατηρεί. 

Στο άρθρο του στην γνωστή ιστοσελίδα άρθρων γνώμης Project Syndicate, o Στίγκλιτς χαρακτηρίζει «σχεδόν άνευ προηγουμένου» τη μεταστροφή στα δημοσιονομικά της Ελλάδας από μεγάλο πρωτογενές έλλειμμα σε πλεόνασμα, αλλά «παράλογη» την απαίτηση να επιτύχει η χώρα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 4,5% του ΑΕΠ.

 

«Δυστυχώς, την ώρα που η “τρόικα” συμπεριέλαβε αυτή την ανεύθυνη απαίτηση στο πρόγραμμα της Ελλάδας, οι αρχές της χώρας δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να προσχωρήσουν σε αυτό».

 

Παρά τις αντιθέσεις, ο οικονομολόγος εκτιμά πως υπάρχει χώρος για συμφωνία. «Η Ελλάδα έχει κάνει σαφή την προθυμία της να αναλάβει τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, και χαιρέτισε τη βοήθεια της Ευρώπης στην εφαρμογή ορισμένων από αυτούς. Μια δόση πραγματικότητας εκ μέρους των πιστωτών της Ελλάδας – για το τι είναι εφικτό, καθώς και για το ποιες είναι οι μακροοικονομικές συνέπειες των διαφόρων δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων – θα μπορούσε να παράσχει τη βάση μιας συμφωνίας η οποία θα ήταν καλή όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για όλη την Ευρώπη».

Κάποιοι στην Ευρώπη, ιδίως στη Γερμανία, μοιάζουν να αδιαφορούν για το σενάριο εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Η αγορά, ισχυρίζονται, έχει ήδη «προεξοφλήσει» μια τέτοια ρήξη. Κάποιοι μάλιστα αφήνουν να εννοηθεί πως θα ήταν καλή για την νομισματική ένωση.

Πιστεύω πως τέτοιες απόψεις υποτιμούν σημαντικά τόσο τους τρέχοντες όσο και τους μελλοντικούς κινδύνους που ελλοχεύουν. Ένα παρόμοιος βαθμός αυταρέσκειας παρατηρήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες πριν από την κατάρρευση της Lehman Brothers το Σεπτέμβριο του 2008. Η ευπάθεια των τραπεζών της Αμερικής ήταν επί μακρόν γνωστή – τουλάχιστον από την πτώχευση της Bear Stearns τον προηγούμενο Μάρτιο και μετά. Ωστόσο, δεδομένης της έλλειψης διαφάνειας, αγορές και πολιτικοί δεν εκτίμησαν στο σύνολό τους τους συσχετισμούς μεταξύ χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Το τέχνασμα εμπιστοσύνης του προέδρου της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, υπό μορφή της δήλωσής του το 2012 ότι οι νομισματικές αρχές θα έκαναν «ό,τι χρειαστεί» για να διατηρήσουν το ευρώ, έχει λειτουργήσει μέχρι στιγμής. Αλλά η γνώση πως το ευρώ δεν αποτελεί δέσμευση μεταξύ των μελών του, δίνει (στο τέχνασμα Ντράγκι) πολύ λιγότερες πιθανότητες να λειτουργήσει την επόμενη φορά. Οι αποδόσεις των ομολόγων θα μπορούσαν να εκτοξευθούν, και όσες διαβεβαιώσεις κι αν θα παρείχαν η ΕΚΤ και οι ηγέτες της Ευρώπης, δεν θα αρκούσαν για να τις φέρουν πίσω από τα στρατοσφαιρικά τους επίπεδα, επειδή ο κόσμος πλέον ξέρει πως (οι νομισματικές αρχές) δεν θα κάνουν «ό,τι χρειαστεί». Όπως έχει δείξει το παράδειγμα της Ελλάδας, θα κάνουν μόνο ό,τι απαιτεί η κοντόφθαλμη εκλογική πολιτική.

Η σημαντικότερη συνέπεια, φοβάται ο Στίγκλιτς, είναι η αποδυνάμωση της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Το ευρώ υποτίθετο πως θα το ενίσχυε. Αντ΄ αυτού, είχε το αντίθετο αποτέλεσμα.

Δεν είναι προς το συμφέρον της Ευρώπης – ούτε και του κόσμου – να έχει μια χώρα στην περιφέρεια της Ευρώπης αποξενωμένη από τους γείτονές της, ιδίως τώρα, που η γεωπολιτική αστάθεια είναι ήδη τόσο έκδηλη, τονίζει ο Στίγκλιτς, υπογραμμίζοντας ότι κατά τη γέννηση του ευρώ οι Ευρωπαίοι ηγέτες έβλεπαν τους εαυτούς τους ως οραματιστές. 

Το μέλλον της Ευρώπης και του ευρώ εξαρτάται πλέον από το αν οι πολιτικοί ηγέτες της ευρωζώνης μπορούν να συνδυάσουν μια ελάχιστη δόση οικονομικής κατανόησης με μια αίσθηαη οράματος, και μια ανησυχία, για την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Ενδέχεται να αρχίσουμε να μαθαίνουμε την απάντηση στο υπαρξιακό αυτό ερώτημα μέσα στις επόμενες εβδομάδες.