Στην Καππαδοκία, «και του χρόνου»

Του Πάνου Σκουρολιάκου*

« Καππατούκα, η  χώρα των όμορφων αλόγων». Αυτό είναι το όνομα που  έδωσαν οι Πέρσες στην Καππαδοκία.  Μετά απ αυτούς ήρθαν οι Χεταίοι, Σκύθες, Μήδοι, για να φτάσουμε στην Ελληνιστική εποχή όπου το ελληνικό στοιχείο είναι κυρίαρχο.  Ο  χριστιανισμός εξαπλώνεται και η πόλη της Καισαρείας, αναδεικνύεται  σε κορυφαίο  κέντρο  παιδείας και φιλολογίας.  Με την επικράτηση των Σελτζούκων περί τον 11ο αι., οι χριστιανικοί πληθυσμοί  μετακινούνται προς την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, την Αλεξάνδρεια και την Αμισό. Οι  Ρωμιοί  που έμειναν ήσαν λίγοι σε σχέση με τους τουρκικούς πληθυσμούς.  Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την τεράστια απόσταση από τα κέντρα του Ελληνισμού μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία, συνετέλεσε ώστε να κρατήσουν οι Ρωμιοί Καππαδόκες   τη θρησκεία τους, να χάσουν όμως την γλώσσα τους.  Με τους βαλκανικούς πολέμους και την ανταλλαγή, ξεριζώθηκαν από τις εστίες τους, ερχόμενοι πρόσφυγες στην Ελλάδα.
Τα τελευταία χρόνια,  η τεράστια τουριστική έκρηξη της Καππαδοκίας ,  έκανε την περιοχή εύκολα  προσβάσιμη.  Κάθε χρόνο εκατομμύρια τουρίστες την επισκέπτονται για να θαυμάσουν τους υπέροχους γεωλογικούς σχηματισμούς, όπου υπάρχουν εκκλησίες, σπίτια και ασκηταριά λαξευμένα στον μαλακό ψαμμόλιθο που άφησαν πίσω τους ηφαιστειακές δραστηριότητες αιώνων. Σε αυτή την κατεύθυνση, το Υπουργείο Πολιτισμού της Τουρκίας αναστηλώνει ναούς  ώστε να καλύψει τις ανάγκες της τουριστικής αγοράς.
Έρχονται ως επισκέπτες λοιπόν  και οι απόγονοι των ξεριζωμένων Καππαδοκιτών. Από το 2000, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος επισκέπτεται κάθε χρόνο την Καππαδοκία, λειτουργώντας σε δύο από τους αμέτρητους εγκαταλειμμένους  ναούς που χρησιμοποιήθηκαν ως αποθήκες, στάβλοι, αίθουσες εκδηλώσεων.  Σε αυτά τα πρώτα ταξίδια υπήρχαν δύο απόπειρες τρομοκράτησης των επισκεπτών από ομάδες εθνικιστών ακροδεξιών.  Έπεσαν στο καινό. Αυτά τα πρώτα χρόνια η συμμετοχή στην προσκυνηματική επίσκεψη,  ήταν μεγάλη. Καππαδόκες από την Ελλάδα αλλά και από το εξωτερικό, ακολουθούσαν. Μέχρι και τσάρτερ ναύλωναν γι αυτό τον σκοπό.  Με τα χρόνια η συμμετοχή αραίωνε  έως ότου φτάσαμε στην φετινή  χρονιά όπου η συμμετοχή ήταν εξαιρετικά  μικρή.
Οι προσεχείς εκλογές στην Τουρκία  και τα διμερή θέματα με κορυφαίο αυτό της κράτησης των δύο στρατιωτικών μας στις φυλακές της Αδριανούπολης, βάρυναν  εξαιρετικά το κλίμα της φετινής επίσκεψης.  Οι αρχές μέχρι την τελευταία στιγμή δεν είχαν δώσει άδεια, ενώ η παρουσία του Πατριάρχη, της συνοδείας του και των ολίγων επισκεπτών, έπρεπε να είναι σύντομη και εξαιρετικά διακριτική.
Έτσι λοιπόν σε συνθήκες δύσκολες,  με τις αρχές ψυχρές αλλά τους κατοίκους των χωριών της επίσκεψης φιλικούς, ο Πατριάρχης τέλεσε το Σάββατο 19 Μαίου, τον εσπερινό   στον βουβό και απογυμνωμένο από αγιογραφίες ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στην  Σινασό. Την Κυριακή  20,  λειτούργησε στον ναό του Αγίου Δημητρίου στην Αραβησσό. Μια μεγάλη εκκλησία, απογυμνωμένη κι αυτή, από ότι θα θύμιζε χριστιανικό τόπο προσευχής. Μαζί του, ήσαν και ο νεοεκλεγείς επίσκοπος Αραβυσού  κ. Κασιανός και ο επίσκοπος Ερυθρών    κ.  Κύριλος.
Η συγκίνηση του Πατριάρχη ήταν εμφανής. Όπως είναι και η ιδιαίτερη αγάπη του για την Καππαδοκία και τον  πολιτισμό που γέννησαν οι Καππαδόκες σε όλη τους την ιστορική διαδρομή σε αυτό το μακρινό  σημείο της Ανατολής. Για τους ολίγους προσκυνητές, ήταν έντονος ο νόστος για τον   τόπο των προγόνων, το βιός και τα μνημεία που άφησαν πίσω. Με οδηγό τη μνήμη που περνά από γενιά σε γενιά και διασώζει  τα έθιμα, τη μουσική, τους χορούς, τα ιδιωματικά λόγια και τα μοιρολόγια, αποχαιρέτησαν  την πατρίδα των προγόνων λέγοντας ένα από καρδιάς, «και του χρόνου».

* Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Περιφέρειας Αττικής, συντονιστής της  Επιτροπής Κωνσταντινούπολης – Ίμβρου –  Τενέδου.
(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΝΕΑ ΣΕΛΙΔΑ στις 3/6/2018)