Τα προβλήματα με την Τουρκία τώρα αρχίζουν

ΦΩΤΟ: ΑΡΧΕΙΟΥ

Τώρα που έφυγε ο κ.Ερντογάν, μπορούμε να αποτιμήσουμε την επίσκεψή του έχοντας υπόψη όσα δημόσια -τουλάχιστον- έχουν αναφερθεί.

1.Δύο εβδομάδες προ της επίσκεψης, αρχής γενομένης από τα περίφημα non-papers «της πολιτικής των υπογείων», η κυβερνητική προπαγάνδα μάς είχε βομβαρδίσει, εν είδει επερχόμενου …θριάμβου, ότι ο Τούρκος Πρόεδρος, απομονωμένος από τη διεθνή ζωή, «φτωχός συγγενής» του διεθνούς γίγνεσθαι, παρίας και απόβλητος τής …απροσδιόριστης ευρωπαϊκής πολιτικής, έρχεται στην Αθήνα για να εκλιπαρήσει τους επικεφαλής της Ελληνικής Πολιτείας των Μνημονίων και της διακηρυγμένα μειωμένης κυριαρχίας ώστε η ΕΕ, στην οποία τόσο …διακαώς επιθυμεί να ενταχθεί, να τον δεχθεί και πάλι στους κόλπους της.

Τον αυτόχρημα αναληθή και κωμικοτραγικό κεντρικό κυβερνητικό ισχυρισμό τον παρήγαγαν και πολλοί δημοσιολόγοι του «νέου συστήματος ενημέρωσης» της κοινής γνώμης που κόντεψαν να μας πείσουν πως είναι τόσο μεγάλο το κύρος των Ελληνικών Αρχών που μια περιφερειακή δύναμη του μεγέθους της Τουρκίας προστρέχει στα πόδια της για να βρει «παράθυρο στον κόσμο».

2.Αλλά ο Ερντογάν έχει συμμαχήσει με τον Πούτιν και -πλην των νέων σοβαρών οπλικών συστημάτων που αγοράζει από τη Ρωσία χωρίς να υπολογίζει το ΝΑΤΟ (του οποίου η Τουρκία είναι μέλος)- μετέχει της τριμερούς ρυθμιστικής συμμαχίας των ισχυρών δυνάμεων της περιοχής (Ρωσία, Ιράν, Τουρκία), επανήλθε στην πολιτική ανοχής του ανθεκτικού Άσσαντ, αποτρέπει τη δημιουργία κουρδικού κράτους στα βόρεια του Ιράκ, πρωταγωνιστεί στη λογική αντίδραση όλων σχεδόν των κρατών τού κόσμου στο άτοπο και ανιστόρητο αλλά και επικίνδυνο εγχείρημα του Τραμπ να ανακηρύξει πρωτεύουσα του κράτους του Ισραήλ την Ιερουσαλήμ, σβήνοντας έτσι το κεντρικό παλαιστινιακό όνειρο.

Ταυτόχρονα προωθεί με ταχείς ρυθμούς τρεις πυρηνικούς σταθμούς με την τεχνογνωσία και τη βοήθεια της Ρωσίας, τον έναν απέναντι από τα ελληνικά παράλια.

3.Το ότι καταφέρεται εναντίον της Ευρώπης και των ισχυρών κρατών-μελών επειδή αυτά αξιώνουν την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που καταπατώνται μαζικά στην Τουρκία, κυρίως μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, δεν είναι δείγμα της αδυναμίας του, αλλ’απεναντίας της ισχύος του.

4.Αυτή την αίσθηση υπεροχής του και απόλυτης κυριαρχίας του στην Τουρκία πάνω από μια 15ετία (ισχύ που μόνο ο Κεμάλ Ατατούρκ είχε κατακτήσει) την εξήγαγε και στην Ελλάδα όπου τον είδαμε με αυτοκρατορικό τρόπο να ξεδιπλώνει όλες τις διεκδικήσεις εις βάρος της χώρας μας σε ένα ντελίριο αναθεωρητισμού του status quo. Όλα αυτά τα εξέφρασε με βεβαιότητα, με ψυχραιμία και απόλυτη γνώση των ιστορικών αναληθειών και μάλιστα με ύφος και μεθοδολογία πρωτόγνωρη για τέτοιες επισκέψεις υψηλοτάτου επιπέδου.

Ο Ερντογάν δεν ήταν …προσκυνητής τής ισχύος μας, όπως μας προδιέθετε η επιπόλαιη κυβερνητική προπαγάνδα αλλά επιτιθέμενος από θέσεως ισχύος. Κι αυτό έγινε σε συνδυασμό με την επίσκεψη στη Δυτική Θράκη και την υποδοχή του ως αρχηγού επειδή η Ελληνική Βουλή με τον ν.4491/2017 (άρθρα 28 και 29) έδωσε τη δυνατότητα στην αποκαλούμενη «Τουρκική Ένωση Ξάνθης» και σε άλλες οργανώσεις να επιχειρήσουν και πάλι τη δικαστική επιδίωξη του αυτοπροσδιορισμού τους ως Τούρκων μετά και την απόφαση του Δικαστηρίου του Στρασβούργου.

5.Ανεξαρτήτως, ως εκ τούτου, των απαντήσεων που έλαβε από τη διόλου ψύχραιμη πολιτειακή ηγεσία, η μόνη επίγευση που αφήνει η όλη επίσκεψη είναι η θρασύτατη διεκδίκηση ζωτικού εθνικού χώρου σε όλα τα μέτωπα και η αξίωση για την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης που επ’ουδενί έπρεπε να τεθεί (και μάλιστα δημόσια) στο τραπέζι των επαφών των δύο χωρών.

Η επίσκεψη δηλαδή έγινε χωρίς την κατάλληλη προετοιμασία, χωρίς ιστορική μνήμη, χωρίς έλεγχο και συμφωνία των λεπτομερειών, των λόγων και των κινήσεων, όπως γίνεται συνήθως σε παρόμοιου επιπέδου επισκέψεις.

Γιατί ένα από τα βασικά στοιχεία των διακρατικών σχέσεων -όταν μάλιστα βρίσκονται σε έξαρση ή διαφωνία- με παραβάσεις και παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου (και όχι μόνο) είναι το timing που επιτρέπει την αναβάθμιση της θέσης σου ή έστω την ενίσχυση της εθνικής σου αξιοπρέπειας στον διεθνή διπλωματικό ανταγωνισμό.

Το γεγονός μάλιστα ότι έκανε και μαθήματα δημοκρατίας στην Ελλάδα και την ΕΕ, καθιστά τον κυβερνητικό ισχυρισμό για τον «παρία» που εκλιπαρεί τους …κατέχοντες τα κλειδιά της Ευρώπης, τη μεγαλύτερη ιλαροτραγωδία που υπέστη η Ελληνική Πολιτεία στα χρόνια της Μεταπολίτευσης.

6.Παρ’όλα αυτά, κανένας δεν ζήτησε συγγνώμη από τους Έλληνες πολίτες για την ανεπέρειστη και κωμικοτραγική προπαγάνδα τού ισχυρού διαμεσολαβητή προς την Ευρώπη ούτε κάποιος από τους λεγόμενους «δημοσιολόγους» ανασκεύασε τα φληναφήματα των non-papers που αναπαρήγαγε για τόσες μέρες.

Ακόμη και σοβαροί άνθρωποι επιχειρηματολόγησαν για τον …αδύναμο Ερντογάν που αναζητά δήθεν μέσω Ελλάδας πύλη επανεισόδου στην Ευρώπη. Πρόκειται για την αυτοαναπαραγόμενη ψευδαίσθηση περί της …ισχυρής Ελλάδας που λαμβάνει απροϋπόθετα ως εθνικό καλό οτιδήποτε προέρχεται από τις Βρυξέλλες. Προσποιούνται ότι δεν υπάρχουν Μνημόνια, ότι ισχύει ακόμη το κοινοτικό κεκτημένο καίτοι από τα επισημότερα ευρωπαϊκά χείλη διακηρύσσεται το αντίθετο, ότι επανερχόμαστε σε θέση ευρωπαϊκής ισχύος κάτι που δεν είχαμε ποτέ.

Αυτή η ψευδαίσθηση οδήγησε στη σημερινή ονείρωξη για τον ισχυρό διαμεσολαβητή, ακόμη και αν ο πανίσχυρος Ερντογάν, όχι μόνο αρνείται τη διαμεσολάβηση, αλλά και επιτίθεται προς πάσα κατεύθυνση.

Είπαμε κι άλλη φορά ότι οι ονειρώξεις, κατά τον Φρόυντ, μπορεί να είναι ατομικές. Τότε δεν βλάπτουν παρά μόνο αυτόν που φαντασιώνεται ή έστω και το στενό του περιβάλλον. Όταν όμως γίνονται εθνική πολιτική, τότε γεννώνται κοινωνικά δράματα και εθνικές συμφορές.

Ας ελπίσουμε ότι η πολιτική των ονειρώξεων θα μετριαστεί στο μέλλον. Γιατί τώρα που ολοκληρώνεται το μνημονιακό οικοδόμημα, στο οποίο προορίζεται (κατά την ευρωπαϊκή πορεία των πραγμάτων) να εγκλειστεί ο ελληνικός λαός για πολλές δεκαετίες, η μόνη συνειδησιακή, εθνικά και κοινωνικά ενδεδειγμένη κατάσταση, είναι η συναίσθηση του αδιεξόδου στο οποίο έχουμε βρεθεί.

Και χρειάζεται μεγάλη δύναμη και κουράγιο από τον ελληνικό λαό να συνειδητοποιήσει την αδιέξοδη πορεία της χώρας και να σταματήσει την πορεία της ατέρμονης μετάπτωσής της σε δευτερεύουσα, συμπληρωματική οικονομία και κοινωνία σε σχέση με τις κεντροευρωπαϊκές.-

Πηγή: ΕΝΥΠΕΚΚ