Θα αυξηθούν οι εικόνες Ισπανίας στα ελληνικά δικαστήρια

 

diamarturia-plistiriasmoi-thessaloniki

Οι εικόνες που είδαμε χθες στο Ειρηνοδικείο της Θεσσαλονίκης θα συνεχιστούν και θα αυξηθούν. Ο μόνος λόγος που δεν τις είδαμε πιο νωρίς ήταν η κινητοποιήσεις των δικηγόρων που καθυστέρησαν την έναρξη των πλειστηριασμών ακινήτων.

Η χθεσινή περίπτωση, μπορεί να ήταν η πρώτη, αλλά ήταν η πιο χαρακτηριστική. Η τράπεζα έβγαλε στον πλειστηριασμό την κύρια κατοικία ενός ανθρώπου ο οποίος είναι άτομο με ειδικές ανάγκες και μάλιστα με 85% αναπηρία. Κι επίσης, έχει έξι παιδιά από τα οποία το ένα είναι επίσης ανάπηρο.

Φυσικά, ο κόσμος που έβλεπε το άδικο αλλά και ανελέητο κράτος να επιτρέπει την αρπαγή του σπιτιού αυτού του ανθρώπου, αντίδρασε και πήγε να τον υπερασπιστεί. Και υπήρξαν έντονα επεισόδια με τα ΜΑΤ να χτυπούν αδιακρίτως τον κόσμο μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου με αποτέλεσμα να εμποδιστεί η διαδικασία του πλειστηριασμού. Το σύνθημα που κυριαρχούσε ήταν αυτό που είχε κάνει σημαία προεκλογικά ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και νυν πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, αλλά και οι βουλευτές του που τώρα στογγυλοκάθονται αμέτοχοι σε υπουργικές και βουλευτικές καρέκλες. «Κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη».

Αυτό όλο δεν θα είχε συμβεί αν από την αρχή η κυβέρνηση, αλλά και οι βουλευτές όλων των κομμάτων, είχαν ψηφίσει το νόμο περί της δωρεάν νομικής βοήθειας χωρίς να λαμβάνεται υπ’όψη το τεκμαρτό εισόδημα ώστε να τη δικαιούνται όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν οικονομικό πρόβλημα. Αν γινόταν αυτό, ο καθένας θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτό το όπλο κατά των πλειστηριασμών και να υπαχθεί στο νόμο Κατσέλη για να τύχει των προστατευτικών ρυθμίσεών του. Όμως κανένας δεν ασχολείται πλέον με αυτό.

Το θέμα μπήκε σε δημόσια διαβούλευση μετά από έντονες και συνεχείς πιέσεις του Συλλόγου Δανειοληπτών και Προστασίας Καταναλωτών Βορείου Ελλάδος στις αρχές του καλοκαιριού. Αλλά από κει και πέρα τίποτα. Το νομοσχέδιο έχει χαθεί κάπου στους διαδρόμους της Βουλής και δεν έρχεται προς  συζήτηση στην Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής, αλλά και για ψήφιση στην Ολομέλεια της Βουλής για να γίνει νόμος του κράτους. Αντίθετα, έχει παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες και δίνεται έτσι το δικαίωμα σε ασφαλιστικά ταμεία, σε τράπεζες και στα αρπακτικά distress funds, να αρπάζουν τα σπίτια των οικονομικά αδύναμων πολιτών, ακόμη και όταν έχουν πάνω από ποσοστό 80% αναπηρία και δεν μπορούν να εργαστούν.

Αντί όμως να έρθει προς ψήφιση αυτός ο νόμος που θα βοηθήσει εκατοντάδες χιλιάδες αδύναμων πολιτών, κάτι που μπορεί να γίνει εντελώς ανέξοδα, η κυβέρνηση ξοδεύει εκατομμύρια ευρώ από το ΕΣΠΑ για να ιδρύσει τα εντελώς άχρηστα και αχρείαστα ΚΕΠ δανειοληπτών, με μοναδικό σκοπό να βολέψει κάποιους ημέτερους ή τα παιδιά τους στο δημόσιο. Γιατί άλλος προφανής λόγος δεν υπάρχει. Αντίθετα, μπορεί μέσα σε μία μέρα να δώσει τέλος στην αγωνία εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών με την άμεση και γρήγορη ψήφιση του νόμου για τη δωρεάν νομική βοήθεια.

Αλλά φαίνεται ότι πίσω από αυτή τη στάση της κυβέρνησης κρύβονται τεράστια συμφέροντα. Συμφέροντα που ακόμα και οι βουλευτές όλων των άλλων κομμάτων προσφέρονται να υπηρετήσουν, γι αυτό και κανένας δεν κάνει λόγο γι αυτό το καυτό θέμα. Κανένας βουλευτής από όλους αυτούς που σκοτώνονται μεταξύ τους καθημερινά στη Βουλή και βρίζονται σαν χούλιγκαν, δήθεν για να υπερασπιστούν τα δικαιώματα των πολιτών, κανένας από όλους αυτούς δεν βγάζει άχνα γι αυτό το τόσο σοβαρό θέμα.

Ο Σύλλογος Προστασίας Δανειοληπτών και Προστασίας Καταναλωτών Βορείου Ελλάδος έχει καταθέσει εμπεριστατωμένη και νομικά ολοκληρωμένη πρόταση για το θέμα. Και την ξαναδημοσιεύουμε για να μην μπορεί να πει κανείς ότι δεν την είδε πουθενά, ούτε την έχει διαβάσει. Γιατί η πρόταση αυτή έχει σταλεί σε πολλούς βουλευτές όλων των κομμάτων που υποσχέθηκαν μιλώντας στο radio1d.gr ότι θα φροντίσουν και θα πιέσουν ώστε η δωρεάν νομική βοήθεια να απεμπλακεί από  το τεκμαρτό εισόδημα. Ακόμη και ο ομιλητικότατος και μαχητικότατος Άδωνης Γεωργιάδης, όταν του ξανατέθηκε το θέμα, απάντησε: «περιμένετε». Αλλά τι να περιμένει ο κόσμος; Να χάσουν τα σπίτια τους όλοι οι Έλληνες από τις τράπεζες και τα distress funds;

Ιδού λοιπόν και πάλι η πρόταση του Συλλόγου Δανειοληπτών και Προστασίας Καταναλωτών Βορείου Ελλάδος για να μην υποστηρίζουν κάποιοι ότι την αγνοούσαν:

Προτείνει την τροποποίηση του ύψους του εισοδήματος για τον χαρακτηρισμό ενός πολίτου ως έχων χαμηλό εισόδημα με βάση τα κριτήρια και τις αντικειμενικές και επιστημονικές μελέτες και συμπεράσματα της ΕΛ.ΣΤΑΤ και του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους που δημοσιεύτηκε στις 10-4-2014.

Εκεί προσδιορίζεται με οικονομικά, στατιστικά και επιστημονικά κριτήρια το κόστος της εύλογων δαπανών διαβίωσης των φυσικών προσώπων στην Ελλάδα. Οι ως άνω στατιστικές των ανωτέρω φορέων είναι το πλέον αντικειμενικό σημείο αναφοράς για το κόστος διαβίωσης στην Ελλάδα σήμερα και θα πρέπει να ληφθούν υπόψη ως κατευθυντήριες γραμμές για τον προσδιορισμό του εισοδηματικού κριτήριου για την παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας.

Αυτό σημαίνει ότι όποιο εισόδημα ανέρχεται μέχρι του εκάστοτε προσδιορισμένου ποσού για τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης από τους ως άνω φορείς, πρέπει να θεωρείται χαμηλό υπό την έννοια του νόμου και να παράσχετε στους πολίτες αυτούς δωρεάν νομική βοήθεια.

Και τούτο διότι όταν το ίδιο το κράτος θέτει ένα όριο για τις δαπάνες διαβίωσης των πολιτών, στις οποίες ΔΕΝ συμπεριλαμβάνει έξοδα για υπηρεσίες δικηγόρων και παραστάσεις στα δικαστήρια, δεν μπορεί να προσδιορίζει έπειτα το όριο για την παροχή νομικής βοήθειας σε χαμηλότερο επίπεδο από το επίπεδο των εύλογων δαπανών διαβίωσης.

Άλλως θα έπρεπε να αυξήσει το επίπεδο και τα όρια των εύλογων δαπανών διαβίωσης ώστε να συμπεριλαμβάνονται σε αυτά και ένα ποσό που θα αντιπροσωπεύει τα έξοδα για υπηρεσίες δικηγόρων και παραστάσεις στα δικαστήρια.

Συνεπώς, πολίτης με χαμηλό εισόδημα θα πρέπει να θεωρείται όποιος έχει πραγματικό (και όχι τεκμαρτό !) εισόδημα το οποίο κείται εντός των ορίων των εύλογων δαπανών διαβίωσης, όπως προσδιορίζονται από την ΕΛ.ΣΤΑΤ και το Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους και όχι όποιος έχει ετήσιο οικογενειακό εισόδημα που δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των κατώτατων ετήσιων ατομικών αποδοχών, που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.

Γιατί, σε κρίσιμες εποχές, όπως αυτή που διανύουμε, η παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας είναι βαρύνουσας σημασίας για όλους τους πολίτες και ιδίως για αυτούς με αποδεδειγμένα χαμηλό εισόδημα. Αναμφίβολα διανύουμε μια κρίσιμη εποχή, ωστόσο χιλιάδες συμπολίτες μας εμπλεκόμενοι καθημερινά σε νομικές υποθέσεις, είτε ποινικές (ασφαλιστικές διαφορές ΟΑΕΕ, ΙΚΑ) είτε αστικές (υπαγωγή στον νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά ν. 3869/2010, προσημειώσεις ακινήτων λόγω τραπεζικών οφειλών, κατασχέσεις κ.λ.π) ή εμπορικές (πτωχεύσεις κ.λ.π) αδυνατούν να εκπροσωπηθούν νομικά με αποτέλεσμα πολλές φορές ή να οδηγούνται φυλακή ή να χάνουν τις περιουσίες μια και χωρίς νομική εκπροσώπηση δικάζονται ερήμην με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Είναι άδικο να αρνείται το δικαστήριο δωρεάν νομική συνδρομή σε πολίτες που δεν έχουν πραγματικό αλλά τεκμαρτό εισόδημα.

Με την υπ΄ αριθ. 3346/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, απορρίφθηκε η αίτηση δανειολήπτριας για χορήγηση νομικής βοήθειας του Ν.3226/2004 λόγω υπέρβασης του προβλεπόμενου από το άρθρο 1 εισοδηματικού κριτηρίου.

Συγκεκριμένα, η ως άνω αιτούσα δεν είχε εισόδημα από μισθούς ή συντάξεις, η ελευθέρια επαγγέλματα, πλην, όμως το εμφαινόμενο στο εκκαθαριστικό της εισόδημα ήταν τεκμαρτό, προερχόμενο από την κατοικία, στην οποία διαμένει μόνιμα με τα δύο ανήλικα τέκνα της και της οποίας έχει την κυριότητα από αποδοχή κληρονομιάς.

Το αυτό συνέβη και με την 2335/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση μιας ακόμα δανειολήπτριας.

Με αφορμή τις παραπάνω υποθέσεις ο Σύλλογος Δανειοληπτών και Προστασίας Καταναλωτών Βορείου Ελλάδος επισημαίνει ότι:  Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν.3226/2004 « 1. Δικαιούχοι νομικής βοήθειας είναι οι χαμηλού εισοδήματος πολίτες κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δικαιούχοι είναι, επίσης, οι χαμηλού εισοδήματος πολίτες τρίτου κράτους και ιθαγενείς, εφόσον έχουν, νομίμως, κατοικία ή συνήθη διαμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

2. Πολίτες χαμηλού εισοδήματος, Δικαιούχοι νομικής βοήθειας, είναι εκείνοι των οποίων το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των κατώτατων ετήσιων ατομικών αποδοχών που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.

Σε περίπτωση ενδοοικογενειακής διαφοράς ή διένεξης, δεν λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα εκείνου με τον οποίο υπάρχει η διαφορά ή διένεξη».

Περαιτέρω, στην αιτιολογική έκθεση του Ν.3226/2004 αναφέρεται ότι «Με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται το δικαίωμα κάθε προσώπου σε δικαστική ακρόαση και προστασία των δικαιωμάτων και των έννομων συμφερόντων του.

Παράλληλα, κατά το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος η αρχή του κοινωνικού κράτους τελεί υπό την εγγύηση του κράτους και όλα τα κρατικά όργανα οφείλουν να διασφαλίζουν των ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Η αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος δικαστικής ακρόασης και προστασίας εξακολουθεί να εξαρτάται από τους οικονομικούς πόρους του ενδιαφερόμενου προσώπου.

Η εξάρτηση, όμως της πρόσβασης  στη δικαιοσύνη από την οικονομική κατάσταση, μπορεί να οδηγήσει σε πλημμελή άσκηση ή και αδυναμία ασκήσεως του συνταγματικού δικαιώματος, προς βλάβη των δικαιωμάτων των αδύναμων προσώπων. Για το λόγο αυτό επιτάσσεται η οργάνωση θεσμού παροχής νομικής αρωγής προς τους πολίτες χαμηλού εισοδήματος με μέριμνα της πολιτείας. Με το σχέδιο νόμου οργανώνεται πλήρες σύστημα νομικής βοήθειας προς τους πολίτες χαμηλού εισοδήματος για την πραγμάτωση των προαναφερθέντων συνταγματικών επιταγών και την εκπλήρωση των διεθνών υποχρεώσεών μας. Βασική επιδίωξη είναι η δημιουργία ενός διευρυμένου, αλλά και βιώσιμου πλαισίου νομικής αρωγής για οικονομικά ασθενή μέλη του κοινωνικού συστήματος…

Με τη δεύτερη παράγραφο ορίζεται ότι ως χαμηλού εισοδήματος θεωρούνται εκείνοι των οποίων το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των κατώτατων ετήσιων ατομικών αποδοχών, που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Αυτός ο περιορισμός είναι αναγκαίος, ιδίως κατά την πρώτη περίοδο εφαρμογής του Νόμου, ώστε να διασφαλιστεί ότι η βοήθεια της πολιτείας θα παρέχεται σε εκείνους που την έχουν ανάγκη».

Από τα παραπάνω συνάγεται με σαφήνεια ότι ως εισόδημα νοούνται τα ποσά που αποκομίζει ο δικαιούχος από την εργασία του ή άλλες πηγές και τα οποία του εξασφαλίζουν την απαιτούμενη ρευστότητα προκειμένου να αντιμετωπίσει τα εν γένει δικαστικά έξοδα και αμοιβές δικηγόρων προκειμένου να τύχει νομικής προστασίας.

Το τεκμαρτό εισόδημα το οποίο είναι πλασματικό και το οποίο προκύπτει από την κυριότητα της κατοικίας στην οποία διαμένει αυτός και η οικογένεια του, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψιν ως εισόδημα συμπεριλαμβανόμενο ή συνυπολογιζόμενο στο αναφερόμενο στο άρθρο 1 ανώτατο όριο εισοδήματος, λαμβανομένου υπ’ όψιν και του γεγονότος ότι από την κύρια κατοικία του, δεν μπορεί να αποκομίσει κανένα περιουσιακό όφελος, εκμεταλλευόμενος αυτήν.

Συνεπώς, το εισοδηματικό κριτήριο του άρθρου 1 του Ν.3226/2004, χρήζει περαιτέρω διευκρίνησης, ή και τροποποίησης, καθόσον η ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία, ως εισόδημα νοείται και το τεκμαρτό εισόδημα από την κύρια κατοικία του δικαιούχου νομικής βοήθειας, αντιβαίνει στο σκοπό του Νόμου, καθώς και στις επιταγές του Συντάγματος και των Ευρωπαϊκών Συμβάσεων για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Η αοριστία σχετικά με το είδος και τη φύση του εισοδήματος, έχει οδηγήσει στην έκδοση πληθώρας απορριπτικών δικαστικών αποφάσεων, εις βάρος των δικαιωμάτων των πολιτών που έχουν πραγματική ανάγκη της δωρεάν δικαστικής προστασίας.

Εξάλλου και τελολογικά ερμηνευόμενη η εν λόγω διάταξη άγει στο συμπέρασμα ότι ο νομοθέτης αναφερόμενος σε πολίτες χαμηλού <<εισοδήματος>> ξεκάθαρα εννοεί το πραγματικό εισόδημα που διαθέτει ο αιτούμενος νομική βοήθεια πολίτης και όχι το τεκμαρτό και δη όταν το εισόδημα τεκμαίρεται από το γεγονός και μόνο ότι αυτός (ο πολίτης) διαθέτει ιδιόκτητη κατοικία.  Εάν διαστείλουμε σ’ αυτό τον βαθμό την έννοια του εισοδήματος, τότε θα οδηγηθούμε στο άτοπο ο πολίτης με τεκμαρτό εισόδημα άνω του εισοδήματος που προβλέπει ο νόμος να βρίσκεται σε δυσμενέστερη σχέση με τον άεργο και άνεργο γόνο ευκατάστατου πατρός που δικαιούται νομικής βοήθειας επειδή δεν διαθέτει κινητή η ακίνητη περιουσία.

Τέλος, ο Σύλλογος Δανειοληπτών και Προστασίας Καταναλωτών Βορείου Ελλάδος προτείνει την τροποποίηση το ύψους του εισοδήματος για τον χαρακτηρισμό ενός πολίτου ως έχων χαμηλό εισόδημα με βάση τα κριτήρια και τις αντικειμενικές και επιστημονικές μελέτες και συμπεράσματα της ΕΛ.ΣΤΑΤ και του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους που δημοσιεύτηκε την 10-4-2014.

Εκεί προσδιορίζεται με οικονομικά, στατιστικά και επιστημονικά κριτήρια το κόστος της εύλογων δαπανών διαβίωσης των φυσικών προσώπων στην Ελλάδα.

Οι ως άνω στατιστικές των ανωτέρω φορέων είναι το πλέον αντικειμενικό σημείο αναφοράς για το κόστος διαβίωσης στην Ελλάδα σήμερα και θα πρέπει να ληφθούν υπόψη ως κατευθυντήριες γραμμές για τον προσδιορισμό του εισοδηματικού κριτήριου για την παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας.

Αυτό σημαίνει ότι όποιο εισόδημα ανέρχεται μέχρι του εκάστοτε προσδιορισμένου ποσού για τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης από τους ως άνω φορείς, πρέπει να θεωρείται χαμηλό υπό την έννοια του νόμου και να παράσχετε στους πολίτες αυτούς δωρεάν νομική βοήθεια.

Και τούτο διότι όταν το ίδιο το κράτος θέτει ένα όριο για τις δαπάνες διαβίωσης των πολιτών, στις οποίες ΔΕΝ συμπεριλαμβάνει έξοδα για υπηρεσίες δικηγόρων και παραστάσεις στα δικαστήρια, δεν μπορεί να προσδιορίζει έπειτα το όριο για την παροχή νομικής βοήθειας σε χαμηλότερο επίπεδο από το επίπεδο των εύλογων δαπανών διαβίωσης.

Άλλως θα έπρεπε να αυξήσει το επίπεδο και τα όρια των εύλογων δαπανών διαβίωσης ώστε να συμπεριλαμβάνονται σε αυτά και ένα ποσό που θα αντιπροσωπεύει τα έξοδα για υπηρεσίες δικηγόρων και παραστάσεις στα δικαστήρια.

Συνεπώς, πολίτης με χαμηλό εισόδημα θα πρέπει να θεωρείται όποιος έχει πραγματικό (και όχι τεκμαρτό !) εισόδημα το οποίο κείται εντός των ορίων των εύλογων δαπανών διαβίωσης, όπως προσδιορίζονται από την ΕΛ.ΣΤΑΤ και το Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους και όχι όποιος έχει ετήσιο οικογενειακό εισόδημα που δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των κατώτατων ετήσιων ατομικών αποδοχών, που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.