Χτύπησαν «κόκκινο» τα αιωρούμενα σωματίδια στη Θεσσαλονίκη

“Κόκκινο” χτύπησαν για μια ακόμη χρονιά τα αιωρούμενα σωματίδια στη Θεσσαλονίκη, αποτελώντας το σημαντικότερο πρόβλημα του ατμοσφαιρικού περιβάλλοντος της πόλης.

 

Αυτό συνέβη λόγω της οικονομικής κρίσης και της “στροφής” αρκετών πολιτών στα τζάκια με καύση επικίνδυνης ξυλείας και βιομάζας.  Τα παραπάνω προκύπτουν βάσει των στοιχείων που καταγράφηκαν για το έτος 2013 από τους μετρητικούς σταθμούς του δημοτικού δικτύου και παρουσιάστηκαν σήμερα σε συνέντευξη Τύπου, στο δημαρχιακό μέγαρο, παραμονή του εορτασμού της Παγκόσμιας Ημέρας Περιβάλλοντος.

 

Όπως είπε ο προϊστάμενος της αρμόδιας υπηρεσίας του Δήμου Θεσσαλονίκης, χημικός – μηχανικός Περιβάλλοντος, Μάξιμος Πετρακάκης, τους τρεις πρώτους μήνες του 2013 οι ευνοϊκές μετεωρολογικές συνθήκες συνέβαλαν στον περιορισμένο αριθμό ημερών με υψηλή ρύπανση.

 

Αντίθετα, την δεύτερη ψυχρή περίοδο του έτους (Οκτώβριο – Δεκέμβριο) η εξομοίωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης σε πετρέλαιο κίνησης και θέρμανσης, σε συνδυασμό με τις δυσμενείς για τη διασπορά των ρύπων μετεωρολογικές συνθήκες συντέλεσαν στην αύξηση των συγκεντρώσεων των αιωρουμένων σωματιδίων.

 

Στην περιοχή της Θεσσαλονίκης τα προβλήματα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης συνδέονται με την έλλειψη πολεοδομικού σχεδιασμού, το τοπογραφικό ανάγλυφο της περιοχής, την υπερσυγκέντρωση πληθυσμού, τη νοοτροπία της αυτοκίνησης, την έλλειψη θερμικής μόνωσης των κτιρίων, τη νοθεία των καυσίμων και τις επικρατούσες μετεωρολογικές συνθήκες που δεν ευνοούν τη διασπορά των ρύπων.

 

Σύμφωνα με τον κ.Πετρακάκη, στη μετα-μνημονιακή εποχή, η μείωση του βιοτικού επιπέδου και η αύξηση των τιμών του πετρελαίου προκάλεσαν ραγδαία αύξηση της ενεργειακής φτώχειας και δημιούργησαν νέες συνθήκες, που έχουν σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση μεγάλης διάρκειας επεισοδίων ατμοσφαιρικής ρύπανσης τη ψυχρή κυρίως περίοδο του έτους.

 

Στις παρενέργειες της ενεργειακής φτώχειας κατατάσσονται η καύση επικίνδυνης ξυλείας και βιομάζας και η αποψίλωση των δασών, ενώ τα αιωρούμενα σωματίδια έχουν σημαντικές και τεκμηριωμένες από επιδημιολογικές μελέτες επιδράσεις στην υγεία. 

 

Από την πλευρά της η καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Κωνσταντίνα Σαμαρά, από το εργαστήριο ελέγχου ρύπανσης περιβάλλοντος του τμήματος Χημείας, υποστήριξε πως το χειμώνα του 2013, το ποσοστό των σπιτιών στη Θεσσαλονίκη που θερμάνθηκαν αποκλειστικά με συμβατικά τζάκια και ξυλόσομπες ήταν περίπου 40%.

 

“Ενώ οι δείκτες καύσης πετρελαίου (νικέλιο και βανάδιο) ήταν μειωμένοι κατά 20-40% το 2013 σε σύγκριση με το 2012, οι δείκτες καύσης βιομάζας (λεβογλυκοζάνη, υδατοδιαλυτό κάλιο κ.α.) ήταν από 2-6 φορές υψηλότεροι”, πρόσθεσε η κ.Σαμαρά.

 

Η έκθεση προτείνει μεταξύ άλλων τα παρακάτω μέτρα, για την αντιμετώπιση του φαινομένου:

 

  • Μείωση του τιμολογίου του φυσικού αερίου, σύμφωνα με την πρόταση της Περιφερειακής Ένωσης Δήμων Κεντρικής Μακεδονίας
  • Επανεξέταση κόστους του πετρελαίου θέρμανσης με μείωση της τιμής αγοράς από τα νοικοκυριά, με έκπτωση που θα επαναφέρει το κόστος σε επίπεδα προ κρίσης
  • Προώθηση προγραμμάτων συνολικής ενεργειακής αναβάθμισης του υπάρχοντος ενεργοβόρου κτιριακού αποθέματος και προώθηση της βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής
  • Πύκνωση του δικτύου των μαζικών μέσων μεταφοράς και ιδιαίτερα των μέσων σταθερής τροχιάς.
  • Προώθηση της αεριοκίνησης σε Λεωφορεία, φορτηγά, Ταξί, ΙΧ οχήματα με παράλληλη ανάπτυξη δικτύου πρατηρίων φυσικού αερίου σε όλη την Ελλάδα