Telegraph: Μπορεί τελικά η Ελλάδα να πάει κόντρα στη λιτότητα;

Τρία ερωτήματα για το τι μπορεί να συμβεί στην Ελλάδα και κατ΄επέκταση στην Ευρώπη σε περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ αναδειχθεί πρώτο κόμμα στις επικείμενες εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, θέτει με άρθρο γνώμης η βρετανική εφημερίδα Telegraph.

«Την περασμένη Δευτέρα η ελληνική βουλή δεν κατάφερε να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο Σταύρος Δήμας, ο υποψήφιος που στήριξε η συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας, δεν συγκέντρωσε τις απαιτούμενες 180 ψήφους. Η Βουλή διαλύθηκε και προκηρύχθηκαν πρόωρες εκλογές», αναφέρει στην εισαγωγή του ο αρθρογράφος, Αλεξάντερ Αφόνσο, λέκτορας του τμήματος Πολιτικής Οικονομίας στο King’s College του Λονδίνου.

 

Με 28% ο ΣΥΡΙΖΑ, το αριστερό κόμμα που υπόσχεται να αποπέμπψει την τρόικα, προηγείται στις δημοσκοπήσεις έναντι της Νέας Δημοκρατίας. Για μία ακόμη φορά οι αγορές αντέδρασαν ζωηρά στην επικείμενη απειλή μίας πολιτικής αστάθειας στην πιο εύθραυστη οικονομία της ευρωζώνης.

 

Στη συνέχεια, το άρθρο αναφέρεται στην πτώση του Χρηματιστηρίου στο -10%, καθώς και στην εκτόξευση του 10ετούς ομολόγου, αλλά όπως επισημαίνει ο αρθρογράφος «η έκταση αυτού του πανικού είναι κοντά στα επίπεδα που είχαμε δει κατά το παρελθόν (…)».

 

«Θα επιτραπεί στην Ελλάδα να αποχωρήσει από το πρόγραμμα λιτότητας των τελευταίων τεσσάρων ετών, αν ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλθει στην εξουσία; Ή ένα Grexit είναι πιο πιθανό γιατί οι συνέπειές του για την ευρωζώνη θα είναι λιγότερο καταστροφικές από ό,τι προβλέπεται;», διερωτάται ο Αφόνσο και θέτει τρία ερωτήματα για το τι μπορεί να συμβεί μετά τις πρόωρες ελληνικές εκλογές.

 

Γιατί συνέβη άλλη μία πολιτική κρίση;

«Η Ελλάδα διανύει μία περίοδο αστάθειας από την στιγμή που ξέσπασε η κρίση στην ευρωζώνη. Η ικανότητα των κυβερνήσεων να υλοποιήσουν τις μεταρρυθμίσεις της λιτότητας που επέβαλε η τρόικα κρεμόταν πάντα από μία κλωστή, λόγω της τεράστιας αντιδημοφιλίας τους. Η εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, των δύο κομμάτων που υπέγραψαν και ξεκίνησαν να εφαρμόζουν το πρόγραμμα, έχει συρρικνωθεί δραματικά, στο πλαίσιο της μείωσης της αγοραστικής δύναμης, της ανεργίας, των περικοπών στις δημόσιες δαπάνες και την αύξηση της φορολογίας.

 

Στον αντίποδα ο ΣΥΡΙΖΑ (Αριστερά και η Χρυσή Αυγή (Ακροδεξιά) έχουν ενισχυθεί χάρη στη λαϊκή οργή ενάντια στη λιτότητα και βασίζουν το πρόγραμμάτους στην απόρριψη του μνημονίου. Σ΄αυτό το πλαίσιο ΝΔ και ΠΑΣΟΚ δεν είχαν άλλη επιλογή από το να σχηματίσουν μία πολιτική συμμαχία για να εφαρμόσουν το μνημόνιο και να φανούν υπεύθυνοι απέναντι στους δανειστές, αλλά όχι απέναντι στους «ψηφοφόρους» τους. Εάν αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να ικανοποιηθούν οι διεθνείς πιστωτές, τροφοδότησε την άνοδο των αντιπάλων τους και υπονόμευσε την ικανότητά τους να κυβερνήσουν», επισημαίνει το δημοσίευμα

 

Τι θα συμβεί αν ο ΣΥΡΙΖΑ ανέβει στην εξουσία;

«Το πρώτο πράγμα που θα κάνει ο Αλέξης Τσίπρας αν γίνει πρωθυπουργός είναι να διαπραγματευθεί με τους διεθνείς πιστωτές. Ο πρώτος στόχος του είναι να συμβιβάσει τις προεκλογικές του δεσμεύσεις με τις απαιτήσεις των πιστωτών για εξοικονόμηση. Ο ακρογωνιαίος λίθος της οικονομικής ατζέντας του ΣΥΡΙΖΑ είναι η αποκατάσταση των προ κρίσης δημοσίων δαπανών και των επιπέδων κατανάλωσης, βασιζόμενος στη σκέψη ότι η συνολική ζήτηση είναι το βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας και όχι η ευελιξία ή η ανταγωνιστικότητα. Αυτή η ατζέντα είναι διαμετρικά αντίθετη με τους όρους του μνημονίου που έχουν υπογράψει η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ με την τρόικα, η οποία προσανατολίζεται σε μεγάλο βαθμό στις μεταρρυθμίσεις και τη δημοσιονομική λιτότητα. Εκτός από το 13 δισ. πακέτου πρόνοιας, ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει επίεσης ακύρωση ενός αριθμού μεταρρυθμίσεων.

 

Είναι εξαιρετικά αβέβαιο ότι οι διεθνείς πιστωτές θα συμφωνήσουν σε μία τέτοια δραματική ανατροπή στα πολιτικά δεδομένα των τελευταίων πέντε ετών. Αυτή είναι η κατάσταση ακόμη και αν η λογική της λιτότητας έχει διαβρωθεί σε όλη την Ευρώπη. Εκτός αυτού, είναι ασαφές και το αν αυτό το πρόγραμμα είναι οικονομικά βιώσιμο στο πλαίσιο που η Ελλάδα να μπορεί να επιβιώσει χωρίς εξωτερική βοήθεια.

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ λέει ότι θέλει να αποκαταστήσει την κυριαρχία της Ελλάδας έναντι της δικτατορίας των δανειστών, αλλά η κυριαρχία αυτή θα είναι περιορισμένη εάν οι διεθνείς πιστωτές κλείσουν τη στρόφιγγα. Από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δηλώσει ότι θέλει την παραμονή στο ευρώ, οποιαδήποτε διαπραγμάτευση θα περιλαμβάνει απαραιτήτως πρόσθετες παραχωρήσεις που μπορεί να είναι απρόθυμοι να το κάνουν υπό το φως των προεκλογικών υποσχέσεων και της υψηλής εκλογικής μεταβλητότητας.

 

Η εκλογική κατάρρυση του ΠΑΣΟΚ (από το 43% του 2009 στο 4,5% στις τελευταίες δημοσκοπήσεις) δείχνει ότι οι εξοργισμένοι έλληνες ψηφοφόροι είναι έτοιμοι να τιμωρήσουν τα κόμματα που δεν τηρούν τις υποσχέσεις τους», τονίζει.

Πώς θα απαντήσουν οι Ευρωπαίοι;

«Από πολλές απόψεις, ο αντίκτυπος μίας ελληνικής χρεοκοπίας δεν φαντάζει ως καταστροφή όπως πριν από δύο ή τρία χρόνια. Οι φόβοι για μετάδοση της κρίσης στις μεγαλύτερες οικονομίες της ευρωζώνης μοιάζουν λιγότερο πιεστικοί, από ό,τι στο παρελθόν. Ο ρόλος της ΕΚΤ είναι κεντρικός σε αυτήν την περίπτωση και η Ελλάδα λαμβάνεται πιο ξεκάθαρα ως ειδική περίπτωση με ένα ξεχωριστό πακέτο προβλημάτων σε σχέση με την Ισπανία ή την Ιταλία. Αυτό μπορεί να λειτουργήσει με δύο τρόπους για μία αντιμνημονιακή κυβέρνηση στην Ελλάδα.

 

Εν πρώτοις, εάν υάρχει ο κίνδυνος μετάδοσης της κρίσης, αυτό ανοίγει το δρόμο για έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη. Από πολλές απόψεις αυτό μοιάζει ο μόνος δρόμος για την Ελλάδα να λύσει μακροπρόθεσμα τα προβλήματά της. Φυσικά ένα Grexit θα είναι ένα big bang με τεράστιες και άμεσες συνέπειες, αλλά εναλλακτικά μοιάζει να είναι ένας μακρύς και αργός θάνατος που θα τελειώσει με ένα κλαψούρισμα.

 

Από την άλλη η συνειδητοποίηση ότι η Ελλάδα δεν είναι απαραίτητο ότι θα συμπαρασύρει την ευρωζώνη, θα μπορούσε να κάνει τους ευρωπαίους ηγέτες να είναι πιο ελαστικοί με τον ΣΥΡΙΖΑ εάν κερδίσει τις εκλογές. Ακόμη και αν ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ και άλλοι ευρωπαίοι ηγέτες έχουν προειδοποιήσει τους Έλληνες ψηφοφόρους για τους κινδύνους από μία «λάθος ψήφο», θα είναια πολιτικά δύσκολο να υπονομεύσουν μια εκλεγμένη κυβέρνηση, την ώρα που το ευρωσκεπτιστικό κίνημα αυξάνεται το τελευταίο χρονικό διάστημα σε όλη την Ευρώπη», σημειώνει ο αρθρογράφος.

 

Πηγή: Έθνος